Δουλφής
Γιάννης 05/06/2019
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
Θεωρήσαμε πολύ
ενδιαφέρον να ασχοληθούμε με τη συγκεκριμένη εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού
που μας κυβερνά, αφενός διότι δεν είναι απόλυτα κατανοητό ότι η επικρατούσα
αυτή σύγχρονη μορφή του δεν είναι αυτό που γενικά νομίζεται, αλλά μπορεί εύκολα
να ανιχνευθεί στο κοινωνικό – πολιτικό πλαίσιο που αποτελεί την πεμπτουσία της
εφαρμοζόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής στη γερμανοκρατούμενη Ε.Ε. Αφετέρου ο
πολύ σημαντικός σύγχρονος στοχαστής και διεξοδικός ερευνητής του φαινομένου,
όχι αποκλειστικά στ επίπεδο των ιδεών, Christian Laval [1], το κείμενο του οποίου επιλέξαμε, –
δημοσιευμένο στο τεύχος Νο
29 Ιανουάριος 2007 της επιθεώρησης Revue du MAUSS
[2] – αξίζει να γίνει γνωστός και στη
χώρα μας, για τις πολύ εύστοχες μελέτες του, που επιχειρούν τη διαύγαση του
πραγματικού και τη διέξοδο που μπορεί να επιχειρηθεί από εκείνες τις κοινωνικές
δυνάμεις, που ενώ αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας,
παραμένουν εγκλωβισμένες στο εφιαλτικό παρόν του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Λόγω της πολύ μεγάλης έκτασης του κειμένου (και του παρόντος ήδη μέρους),
δημοσιεύεται μόνο το μέρος του αναφέρεται στις απόψεις του πολύ σημαντικού
στοχαστή Karl Polanyi [3] καθώς και σ’ εκείνες του Walter Eucken, «ιδρυτή»
του ορντοφιλελευθερισμού [4], που αποτελεί την πεμπτουσία της
εφαρμοζόμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής στη γερμανοκρατούμενη Ε.Ε.
Ο Karl Polanyi από την
άλλη πλευρά αποτελεί ένα άλλο παράδειγμα στοχαστή, που ξεφεύγει από τα πλαίσια
της τετριμμένης σκέψης του οικονομισμού, του εξελικτισμού και του
ντετερμινισμού που συμμερίζονται, τόσο ο νέος (όσο περισσότερο και ο παλιός
φιλελευθερισμός) και ο «ορθόδοξος» μαρξισμός, που εδράζεται βέβαια στα ίδια τα
κείμενα και ένα ορισμένο «πνεύμα» του ίδιου του Μαρξ και κατατρύχει το
μεγαλύτερο μέρος των αιρέσεων της αριστεράς.
Αυτό βέβαια δε σημαίνει
ότι οι ιδέες κατασκευάζουν τον κόσμο, ούτε εκπορεύονται εκ του ουρανού, αλλά
καταδεικνύεται ότι η κοινωνία ως ολότητα δεν καθορίζεται μονοσήμαντα από την
οικονομία ή την οικονομική βάση έστω και σε τελευταία ανάλυση, και το νομικό
και πολιτικό στοιχείο, το κράτος ή η ιδεολογία δεν αποτελούν απλά παράγωγά του,
ούτε ακόμη και ως μεθοδολογική προϋπόθεση ανάλυσης. Ούτε η «οικονομική κρίση»,
ως αποτέλεσμα της «πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους», υπαγορεύει τις
ασκούμενες πολιτικές για την αποκατάστασή του και το ξεπέρασμά της σε μια
κυκλική κίνηση του καπιταλισμού προς μια νέα τροχιά ανάπτυξης. Διότι τίθεται το
ερώτημα γιατί, ενώ οι ιδέες αυτές ως απάντηση στα αδιέξοδα της «οικονομίας της
αγοράς» το 1929 κυκλοφορούσαν ήδη τότε, δεν υιοθετήθηκαν, αλλά αντίθετα εν
τέλει επικράτησε το κεϋνσιανό υπόδειγμα. Και γιατί αντίστροφα στη σημερινή
εποχή αυτές επικρατούν με τόσο άκαμπτο τρόπο, παρά τα συνεχόμενα αδιέξοδα.
Ανεξάρτητα από την
«απάντηση» που δόθηκε από τις κυρίαρχες δυνάμεις με τον ορντοφιλελευθερισμό σε
θεωρητικό και πρακτικό πεδίο, τα ζητήματα των σχέσεων του κράτους με την
οικονομία ή της κοινωνίας με την οικονομία, τις ιδέες, τους θεσμούς, το
θεσμισμένο και το θεσμίζον, οι σχέσεις των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων
με τις κοινωνικές δομές, ο αλληλοκαθορισμός και η αλληλεπίδρασή τους κ.ο.κ
μπορούν να ιδωθούν υπό ένα νέο πρίσμα που υπερβαίνει τις παραδεδεγμένες
θεωρήσεις, και το έργο τόσο του Karl Polanyi, όσο και του Christian Laval και
του συνεργάτη του Pierre Dardot μπορούν να προσφέρουν πολλά σ’ αυτό.
Ελπίζουμε με αφορμή αυτό το δημοσίευμα να ανοίξει μια γόνιμη συζήτηση για όλα
αυτά τα θέματα.
Θάνατος και ανάσταση του φιλελεύθερου
καπιταλισμού
«Ο ορντοφιλελευθερισμός της
γερμανοκρατούμενης Ε.Ε. που μας κυβερνά» [5]
«Μπορεί ο καπιταλισμός
να επιζήσει»; Το ερώτημα για το μέλλον του καπιταλισμού που διατυπώθηκε από τον
Τζόζεφ Σούμπετερ επανέρχεται πλέον επίμονα σε ένα αυξανόμενο αριθμό βιβλίων και
άρθρων.
Αυτή η διερώτηση για τα
όρια του καπιταλισμού θυμίζει αυτή που έλαβε χώρα σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο
μετά την κρίση του 29 και συνεχίστηκε μέχρι τη δεκαετία του 1940 [6]. Σε αυτό το δραματικό πλαίσιο πρέπει να επανατοποθετηθεί
το έργο του Karl Polanyi. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις ιδιαιτερότητες, όπως
και τις δυσκολίες ενός μείζονος έργου, όπως Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός, προϋποθέτει να το
συνδέσουμε με όλες τις αμφισβητήσεις του φιλελεύθερου δόγματος στις δεκαετίες
του 1930 και του 1940.
Μία μνήμη κάπως
παραμορφωμένη από τις μεταγενέστερες ανακατασκευές τείνει να πιστεύει ότι η
συζήτηση περιορίστηκε στην αντιπαράθεση μεταξύ των παλιών φιλελεύθερων,
προσκολλημένων στις παλιές τους πεποιθήσεις των αρετών αυτορρύθμισης της αγοράς
και των οικονομολόγων που προκρίνουν τον οικονομικό παρεμβατισμό στη συγκυρία
μεταξύ των οποίων εμφανίζεται ο θρυλική ηρωική μορφή του John Maynard Keynes.
Η πραγματικότητα είναι
πολύ διαφορετική. Η αμφισβήτηση των άρθρων της φιλελεύθερης πίστης ήταν πολύ
πιο γενική και δεν προετοιμάστηκε μόνο στις τρεις «κεϋνσιανές» δεκαετίες της
μεταπολεμικής περιόδου. Πράγματι, σε αυτό το χωνευτήριο, ένας νέος
φιλελευθερισμός ήρθε σκόπιμα σε ρήξη με τον παλιό. Τη στιγμή που ο Κ. Πολάνι
σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να περιγράψει ένα «μεγάλο μετασχηματισμό» στην ιστορία
του καπιταλισμού, αναδύθηκε ένα διεθνές κίνημα που θα επαναπροσδιόριζε τους
στόχους και τα μέσα του φιλελευθερισμού.
Αυτό το κίνημα, του
οποίου το πρώτο δημόσιο γεγονός ήταν αναμφισβήτητα το συμπόσιο Walter Lippmann [7] που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον
Αύγουστο του 1938, αποσκοπούσε να σηματοδοτήσει μια σαφή τομή με τον αυθόρμητο
φιλελευθερισμό του δέκατου ένατου αιώνα, θεωρούμενο σε μεγάλο βαθμό ως υπεύθυνο
για τις καταστροφές του πρώτου μισού του επόμενου αιώνα. Αυτός ο
νεοφιλελευθερισμός, τον οποίο μερικοί από τους υποστηρικτές του ονόμαζαν επίσης
«οργανωσιακό φιλελευθερισμό» ή «κατασκευαστικό φιλελευθερισμό», ήθελε ακόμη να
δει στη νομοθεσία και στο κράτος έναν απαραίτητο μέσο για τη λειτουργία του
καπιταλισμού.
Χωρίς να μπαίνουμε εδώ
στις λεπτομέρειες μιας πολύπλοκης συζήτησης, θα θέλαμε να επικαλεστούμε
κάποιους συγγραφείς με τη διπλή κοινή ιδιαιτερότητα ότι δημοσίευσαν γύρω στο
1940, έργα καθένα εκ των οποίων προβληματίστηκε με το δικό του τρόπο για τις
σχέσεις της αγοράς με το κράτος.
Ο Karl Polanyi, ο Joseph
Schumpeter, ο Friedrich von Hayek και ο Walter Eucken οδηγήθηκαν σε παράλληλους
προβληματισμούς σχετικά με την πορεία της αγοράς στον καπιταλισμό και εξήγαν
φαινομενικά ανόμοια συμπεράσματα.
Θα ασχοληθούμε με
τέσσερα έργα που γράφονται και δημοσιεύονται σχεδόν ταυτόχρονα: Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός [La Grande Transformation]
(1944), Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και
Δημοκρατία [Capitalisme,
socialisme et démocratie] (1942), Ο Δρόμος προς τη Δουλεία
[La Route de la servitude] (1944), Τα Θεμέλια της Πολιτικής Οικονομίας [Les Fondations de l’ économie politique] (1940). Το έργο αυτό
αρχίζει με την κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού και τις τραγικές συνέπειές
του στα μέσα του αιώνα. Η σχέση μεταξύ της αγοράς και του κράτους είναι ένα από
τα βασικά σημεία των παρατηρήσεών τους.
Συχνά λέγεται ότι οι
φιλελεύθεροι έχουν κάνει αυτή τη σχέση μια αναντικατάστατη αντίθεση, η οποία
μάλιστα αποτελεί το θεμέλιο του δόγματος του φιλελευθερισμού. Τα πράγματα δεν
είναι τόσο απλά, ούτε στην αρχική φάση, ούτε στη μεταγενέστερη εποχή στην οποία
αναφερόμαστε. Η πρωτοτυπία των θέσεων που πρόκειται να εξετάσουμε έγκειται
ακριβώς στην επιθυμία τους να ξεπεράσουν το φιλελεύθερο δογματισμό, όπως
παγιώθηκε σε διατυπώσεις η απλοϊκότητα και η τυφλή αισιοδοξία των οποίων είχαν
οδηγήσει στην απώλεια κάθε αξιοπιστίας.
Αλλά η απόπειρα αυτή
υπέρβασης παίρνει διάφορες πτυχές ανάλογα με τους συγγραφείς. Κάποιοι κλίνουν
προς τη θέση του θανάτου του φιλελεύθερου καπιταλισμού, είτε πρόκειται να
χαρούμε είτε να λυπηθούμε γι’ αυτόν. Ο K. Polanyi και ο J. Schumpeter είναι
μεταξύ τους. Υπάρχουν άλλοι για τους οποίους το μέλλον είναι η αποκατάσταση του
φιλελευθερισμού, με την προϋπόθεση να αλλάξει τις θεωρητικές βάσεις του και να
τον αντιληφθούμε ως σκόπιμη εφαρμογή ενός «κανόνα του παιχνιδιού». Ο F. Hayek
και ο W. Eucken μοιράζονται αυτή την επιθυμία για επαναπροσδιορισμό, αλλά
αντιτίθενται στον τρόπο επίτευξής του.
Η θέση του Karl Polanyi
Στο κλασικό βιβλίο του,
The Great Transformation, ο Karl Polanyi είχε υποβάλει την ακόλουθη ιδέα: κατά
το πρώτο μισό του 19ου αιώνα εγκαθιδρύεται μια
«οικονομία της αγοράς» βασιζόμενη στην ψευδαίσθηση της αυτορρύθμισης που
επιχειρεί να κινητοποιήσει όλους τομείς της κοινωνίας θέτοντάς τους στην
υπηρεσία της.
Η μετατροπή της εργασίας
σε εμπόρευμα – παράλληλα με τη γη και το νόμισμα – δίνεται ως αποφασιστικό
στοιχείο που σταδιακά μεταβάλλει την κοινωνία σε κάτι βοηθητικό, ένα παράρτημα
του οικονομικού συστήματος. Δήλωσε με μεγάλο θάρρος, αλλά και με ακραία
μετριοφροσύνη: «Αυτό είναι το νόημα του γνωστού ισχυρισμού ότι η οικονομία της
αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο σε μια κοινωνία της αγοράς» [8]. Για τον Karl Polanyi η «κοινωνία της
αγοράς» χαρακτηρίζεται από την εξάρτηση των θεσμών από την οικονομική σφαίρα, η
οποία έχει αποσυνδεθεί κατά κάποιο τρόπο από τους υπόλοιπους κοινωνικούς
δεσμούς, έχει «από-πλαισιωθεί», («αποεδαφικοποιηθεί») ή, για να είμαστε πιο
πιστοί στα αγγλικά, έχει
εγκαταλείψει το κρεβάτι της.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η
βαθιά καινοτομία της φιλελεύθερης ιδεολογίας έγκειται στην αντίληψη μιας
οικονομίας που διέπεται από αυτόνομους νόμους και αποσπάται από την πολιτική,
τη θρησκεία και την ηθική. Αλλά, σύμφωνα με τον Κ. Polanyi, αυτή η κοινωνία δεν
ήταν ποτέ απόλυτα εμπορευματική. Για να συνεχίσει να υπάρχει, έχει αντισταθεί
πράγματι σε όλες τις δυνάμεις που έτειναν στην εξάρθρωσή της, επιβεβαιώνοντας
κατά κάποιο τρόπο τη σπινοζική διατύπωση της οντολογικής εμμένειας. Η επιβολή
της φιλελεύθερης ουτοπίας προκάλεσε πράγματι τέτοιες κοινωνικές αναταραχές,
ώστε κατέληξε να βρει απέναντί της, εκτός από τα ζωντανά ακόμα στοιχεία του
παλιού προκαπιταλιστικού κόσμου, αντιστάσεις και συλλογικά αντανακλαστικά
αυτοάμυνας που οδήγησαν στη δημιουργία νέων αναχωμάτων προορισμένων να συμπεριλάβουν
τις καταστρεπτικές δυνάμεις της αγοράς.
Τέλος, ακολουθώντας
πάντοτε τον Κ. Polanyi, αυτό το φιλελεύθερο μοντέλο βρήκε το σταμάτημά του στη
δεκαετία του ’30, που χαρακτηρίστηκε από τέτοιες κοινωνικές και οικονομικές
καταστροφές, ότι ήταν απαραίτητο να εφαρμοστούν πολιτικές προστατευτισμού τόσο
ως προς τις εξωτερικές σχέσεις όσο, και στο εσωτερικό με την κοινωνική
προστασία για να αντιμετωπίσουν τις καταστροφές της αγοράς. Εν ολίγοις, η
κοινωνία, αφού αντιμετώπισε τις πολλές δοκιμασίες ξεριζωμού, εξαθλίωσης,
μαζικής προλεταριοποίησης, πέραν του παγκόσμιου πολέμου και της κατάρρευσης του
διεθνούς νομισματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος, θα κατάφερνε να
ξεπεράσει και να υπερβεί την εμπορευματική μεταλλαγή που είχε υποστεί κατά το
δέκατο ένατο αιώνα, μέχρι του σημείου να παραπέμψει οριστικά το φιλελεύθερο
μοντέλο της αυτορυθμιζόμενης αγοράς στο μουσείο των επικίνδυνων ψευδαισθήσεων.
Είναι ασφαλώς αρκετά
εύκολο να παρατηρήσουμε με βάση την οπισθοδρόμηση που βιώνουμε πόσο ο K.
Polanyi, ο οποίος ολοκλήρωσε το έργο του το 1944, είχε ψευδαισθήσεις σχετικά με
τις ικανότητες μνήμης και πρόβλεψης των οικονομικών, πνευματικών και πολιτικών
ελίτ. Αυτό που ο Κ. Polanyi ονομάζει «μεγάλο μετασχηματισμό» και που συνίσταται
σε αυτή την «επαναπλαισίωση» της οικονομίας, δεν ήταν τίποτε άλλο μάλλον παρά
μια μεγάλη παρένθεση τριών ή τεσσάρων δεκαετιών;
Ο νεοφιλελευθερισμός που
έγινε η κυρίαρχη αναπαράσταση στα τέλη της δεκαετίας του 1970 φαίνεται να είναι
η αναβίωση της παλιάς ουτοπίας. Ο τελευταίος βρήκε ευρεία υποστήριξη από ένα
ευρύ φάσμα παραγόντων (δημοσιογράφων, δοκιμιογράφων, επαγγελματιών
οικονομολόγων, επιχειρηματιών και πολιτικών) που είναι απρόθυμοι να εξετάσουν
τις κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της πλήρους οικονομικής ελευθερίας και
προτίθενται να αποκαταστήσουν στη θέση μιας κοινωνικής και εκπαιδευτικής
κατάστασης που θεωρείται «αναποτελεσματική» και «ξεπερασμένη».
Οι πολιτικές που
ακολουθήθηκαν με την οπτική αυτή δεν έχουν πάψει να αποδυναμώνουν όλα τα
αναχώματα – ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με την απασχόληση – που
δημιουργήθηκαν σταδιακά για να περιορίσουν τις συνέπειες της λογικής της
αγοράς. Η «έξοδος από το κρεβάτι» της οικονομίας είναι και πάλι στην ημερήσια
διάταξη με τις βαθιές κοινωνικές αναταραχές που την συνοδεύουν[9]. Ακόμη και αν αυτή η «επιστροφή της
αγοράς» δεν είναι πιο οριστική από τους περιορισμούς της, μπορεί να
υποστηριχθεί ότι η πρόγνωση του Κ. Polanyi αντιστράφηκε μάλλον από τα γεγονότα.
Δεν είναι μόνος σε αυτή την περίπτωση, όπως θα δούμε.
Ο ορντοφιλελευθερισμός
του Walter Eucken
Αντίθετα με μια πολύ
συνηθισμένη ψευδαίσθηση, η θεωρία του Φ. Χαϊέκ, τόσο κοντά από πολλές απόψεις
με εκείνη του Ludwig von Mises, δεν συνοψίζει από μόνη της τα νέα φιλελεύθερα
δόγματα της μεταπολεμικής περιόδου. Η αναφορά σε μια «αυθόρμητη τάξη» θα έτεινε
ακόμη και να διαγράψει το πραγματικό ρήγμα της επεξεργασίας ενός «οργανωσιακού
φιλελευθερισμού», βασική αρχή του οποίου είναι ότι η τάξη της αγοράς είναι το
προϊόν μιας κατασκευής επιθυμητής ηθικά και εγγυημένης πολιτικά. Είναι μάλλον
από την πλευρά του γερμανικού ορντοφιλελευθερισμού, του άλλου πόλου του
σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, που θα πρέπει να κοιτάξουμε για να αξιολογήσουμε το μέγεθος αυτού
του μεγάλου ρήγματος στην ιστορία του φιλελευθερισμού [10].
Οι θέσεις του Walter
Eucken που αναπτύχθηκαν στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 στο Friburg δίνουν
ταυτόχρονα δίκιο όσο και άδικο στον K. Polanyi. Δίκιο στο βαθμό που, ενάντια
στις φυσικαλιστικές πλάνες, ο νέος φιλελευθερισμός είναι απόλυτα σύμφωνος με
την ιδέα ότι η αγορά είναι το αποτέλεσμα ενός συνόλου ιδεολογικών και πολιτικών
αποφάσεων και όχι η πλήρωση μιας φυσικής ελευθερίας που ανέκαθεν την
εμπεριέχει. Άδικο στο βαθμό που ο γερμανικός και στη συνέχεια ο ευρωπαϊκός
ορντοφιλελευθερισμός αρνούνται θεωρητικά και πάνω απ ‘όλα πρακτικά τη θέση
σύμφωνα με την οποία η κρίση της κοινωνίας της αγοράς οδηγεί παντού την
«επανένταξη» της οικονομίας σε κοινωνικοπολιτικά πλαίσια.
Στην πραγματικότητα, ο
ορντοφιλελευθερισμός αντλεί ριζικά αντίθετα συμπεράσματα. Δίχως άλλο η
αδιαμφισβήτητη κρίση του laissez-faire οφείλεται στην εξέλιξη των τάσεων
καρτελοποίησης, μονοπώλησης και συνδικαλιστικής και πολιτικής πίεσης. Χωρίς
αμφιβολία, χαρακτηρίστηκε από την ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των εμποδίων στη
λειτουργία των αγορών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταδικαστεί η τάξη
της αγοράς. Το κράτος, μακριά από το να παραμείνει παθητικό, όπως ήθελε ο
παλιός φιλελευθερισμός του Μάντσεστερ, πρέπει να είναι πάνω απ ‘όλα
«διαμορφωτής». Είναι αυτό που πρέπει να οικοδομήσει και να διατηρήσει το συνταγματικό
και νομικό «πλαίσιο» αυτού που θα ονομαστεί στη Γερμανία, μετά τον Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο, «κοινωνική οικονομία της αγοράς». Με μια λέξη, σύμφωνα με τον
χειρολιβανισμό, για να λειτουργήσει η οικονομία της αγοράς, είναι απαραίτητο να
οικοδομήσουμε σκόπιμα μια κοινωνία της αγοράς μέσω της νομοθεσίας.
Ο Walter Eucken, ιδρυτής
του περιοδικού Ordo το 1936 και εξέχουσας προσωπικότητας της Σχολής του
Φράιμπουργκ, θεωρείται ο κορυφαίος θεωρητικός του γερμανικού
νεοφιλελευθερισμού. Το έργο του Die Grundlagen der Nationalökonomie (Τα Θεμέλια
της Εθνικής Οικονομίας), που δημοσιεύθηκε το 1940 στα Γερμανικά και
μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1950, προτίθεται να ανανεώσει σε βάθος την
οικονομική μεθοδολογία [11].
Ο W. Eucken ασκεί
κριτική στη γερμανική ιστορική σχολή, λόγω του εμπειρισμού και της μοιρολατρίας
της, όπως ακριβώς απορρίπτει την ορθολογική αφαίρεση του, πάντα απαράλλακτου,
οικονομικού ανθρώπου. Σύμφωνα με τον ίδιο, η συγκεκριμένη ιστορία αποτελείται
από μια σειρά από ιδιαίτερους συνδυασμούς οικονομικών μορφών πεπερασμένου
αριθμού. Ο σκοπός της οικονομικής επιστήμης είναι να εξάγει αυτές τις καθαρές
μορφές της οικονομικής ζωής που εμπεριέχονται στα πραγματικά οικονομικά
συστήματα, παρελθόντος και παρόντος, όπως εξηγεί ο Eucken στον πρόλογό του, και
στη συνέχεια να εξετάσει τους συγκεκριμένους συνδυασμούς τους, που
πραγματοποιήθηκαν στην ιστορία ή είναι εφικτοί στο μέλλον. Σε αντίθεση με άλλες
επιστήμες, τα οικονομικά δεν ασχολούνται με την ομοιομορφία ενός φυσικού νόμου,
όπως συμβαίνει στην περίπτωση της φυσικής και της χημείας. Μερικές μεγάλες
μορφολογικές ομάδες εμφανίζονται πιο συγκεκριμένα: οι κεντρικά κατευθυνόμενες
μορφές οικονομίας, εκείνες της οικονομίας ανταλλαγής, εκείνες της νομισματικής
οικονομίας, με κάθε φορά συγκεκριμένες παραλλαγές. Αυτό οδηγεί στην ιδέα ότι η
αγορά ή η «τάξη του ανταγωνισμού» δεν είναι γεγονός της φύσης, ότι είναι η
συνέπεια μιας πολιτικής επιλογής και, πιο συγκεκριμένα, μιας συνταγματικής
επιλογής.
Ο W. Eucken δεν
διατυπώνει απλά και μόνο μια μέθοδο. Επιχειρηματολογεί υπέρ μιας ανταγωνιστικής
οικονομίας, η οποία λειτουργεί με βάση ένα σύστημα τιμών που καθορίζονται
ελεύθερα από τους οικονομικούς παράγοντες. Με άλλα λόγια, ήδη από το 1940,
εντοπίζει την προοπτική της ανασυγκρότησης της οικονομίας της αγοράς και
καθορίζει τη φύση και τους στόχους μιας συνταγματικής πολιτικής που αποσκοπεί
στην ανάπτυξη μιας οικονομικής πραγματικότητας που ευθυγραμμίζεται περισσότερο
με το επίσημο μοντέλο της «τάξης του ανταγωνισμού». Όλες οι αρχές που πρέπει να
κατευθύνουν τον νομοθέτη υποτίθεται ότι δημιουργούν τις προϋποθέσεις για αυτόν
τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η σταθερότητα της νομισματικής τάξης και η άγρυπνη
δημιουργία ανοιχτών αγορών χωρίς στρεβλώσεις είναι οι δύο κυριότερες, οι οποίες
πρέπει να κατοχυρωθούν στον υπέρτατο νόμο [12].
Η κυβερνητική δράση
πρέπει να ακολουθεί μια αυστηρή διάκριση μεταξύ «πλαισίου» και «διαδικασίας».
Οι αρχές αυτής της δράσης θα αναπτυχθούν με ένα μεταθανάτιο κείμενο του W.
Eucken που δημοσιεύτηκε το 1952 με τίτλο Grundsätze der Wirkschaftspolitik
(Αρχές Οικονομικής Πολιτικής). Σύμφωνα με τον W. Eucken, το «πλαίσιο» είναι το
προϊόν της ιστορίας, είναι το αντικείμενο που το κράτος μπορεί να διαμορφώσει
μέσω μιας κανονιστικής πολιτικής. η «διαδικασία» της δραστηριότητας είναι θέμα
ατομικής δράσης, για παράδειγμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας στην αγορά, και
πρέπει να διέπεται από τους κανόνες ανταγωνισμού σε μια οικονομία της αγοράς: η
διαδικασία αποτελεί το αντικείμενο της ρυθμιστικής πολιτικής. Επομένως, η
απολύτως θεμελιώδης διάκριση μεταξύ «πλαισίου» και «διαδικασίας» αντιστοιχεί
στη διάκριση μεταξύ της «κανοναρχικής πολιτικής» και της «ρυθμιστικής
πολιτικής». Η πρώτη διαμορφώνει την κοινωνία, η δεύτερη ασκεί μια πολιτική
αγοράς.
Η Ordnungspolitik, η
κανοναρχική πολιτική, αποσκοπεί στη δημιουργία των νομικών συνθηκών για μια
τάξη ανταγωνισμού που λειτουργεί με βάση ένα σύστημα ελεύθερων τιμών. Για να
δανειστούμε μια φράση του W. Eucken πρέπει να διαμορφώσει τα συνολικά
«δεδομένα» που επιβάλλονται στο άτομο πέραν της αγοράς, θα πρέπει να
διαμορφώνουν το πλαίσιο της οικονομικής ζωής, με τέτοιο τρόπο ώστε ο μηχανισμός
των τιμών να μπορεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα, κανονικά και αυθόρμητα. Από την
άλλη πλευρά, η κυβέρνηση πρέπει να απαρνηθεί το δικαίωμα να παρεμβαίνει στη
«διαδικασία» με μια ευνοϊκή νομισματική πολιτική για την επίτευξη πλήρους
απασχόλησης. Η κύρια ενέργεια πρέπει, όπως ειπώθηκε, να αφορά το πλαίσιο, αφορά
όλα όσα καθορίζουν την οικονομική ζωή. Όσο για την ρυθμιστική δράση της
διαδικασίας, θα πρέπει πρωτίστως να μην εμποδίζει τη λειτουργία του ανταγωνισμού,
αλλά αντίθετα να αίρει όλα τα εμπόδια στην ελευθερία της αγοράς, για
παράδειγμα, πολεμώντας κατά των καρτέλ. Όσο περισσότερο αποτελεσματική είναι η
κανοναρχική πολιτική, τόσο λιγότερο σημαντική πρέπει να είναι ρυθμιστική
πολιτική της διαδικασίας
Ο W. Eucken επιμένει
στην ιδέα της συνοχής σε όλα τα μέρη του πλαισίου εντός του οποίου πρέπει να
πραγματοποιηθεί η οικονομική διαδικασία. Αυτή η αντίληψη μιας οικονομίας στο
σύνολό της μας οδηγεί στο να πιστεύουμε ότι όλα τα επίπεδα είναι
αλληλεξαρτώμενα. Το πολιτικό σύστημα, τα νομικά θεμέλια, οι κοινωνικές
πεποιθήσεις αποτελούν μέρος της συνολικής οικονομικής τάξης της αγοράς. Είμαστε
πολύ μακριά από τον κύριο διαχωρισμό που έκανε ο παλιός φιλελευθερισμός μεταξύ
της κοινωνίας των πολιτών και της κυβέρνησης.
Βεβαίως, η σύγχυση δεν
λειτουργεί πλέον υπέρ του κράτους, όπως στην περίπτωση του ολοκληρωτισμού, αλλά
υπέρ μιας κοινωνίας που θεωρείται ως «οικονομική μηχανή», σύμφωνα με την
έκφραση ενός μαθητή του W. Eucken, Alfred Müller – Armack. Αυτό οδηγεί στην πραγματική
ρυθμιστική αρχή του ίδιου του κράτους [13].
Η αρχή του ανταγωνισμού
δεν είναι μόνο ο στόχος που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά και η συνταγματική
κατευθυντήρια αρχή, η μέγιστη κυβερνητική δράση. Είναι στην ίδια της μορφή ότι
η κυβερνητική δράση επηρεάζεται από το σκοπό. Η οικονομική πολιτική πρέπει να
είναι σύμφωνη με ένα προκαθορισμένο μοντέλο.
Το εγχείρημα του W.
Eucken έχει κοινά σημεία με αυτό του F. Hayek. Η επιμονή στους κανόνες δικαίου
και στο συνταγματικό πλαίσιο καθιστά δυνατή την ανάδειξη της ενότητας του
σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού, αλλά διαφέρει στο ότι ωθεί την κατασκευαστική
διάσταση πολύ πιο πέρα. Και τα δύο ρεύματα είναι αντι-φαταλιστικά και
αντι-φυσιοκρατικά, αλλά ο Φ. Χάιεκ βασίζει το δόγμα του στην ιδέα μιας
ανεπιθύμητης εξέλιξης των κανόνων κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Ο W. Eucken, από
την άλλη πλευρά, δίνει πολύ μεγαλύτερη σημασία στη στιγμή της εθελοντικής
απόφασης μιας συνταγματικής τάξης. Ο ελεύθερος και θεμιτός ανταγωνισμός είναι
πάνω απ ‘όλα μια πολιτική επιλογή, η αγορά είναι ένα πολιτικό επίτευγμα και όχι
ο καρπός μιας ιστορικής εξέλιξης.
Αγορά και κανόνας δικαίου: μια
απατηλή αντίθεση
Αυτά τα ερωτήματα που
τέθηκαν τη δεκαετία του 1940 σε μια ιδιαίτερα δραματική στιγμή στην παγκόσμια
ιστορία είναι ακόμα δικά μας. Εάν υπάρχει ένα μάθημα του Tocqueville που έχει
επιβεβαιωθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων, είναι ασφαλώς η ιδέα
ότι η «κοινωνία των εμπορευματοπαραγωγών» δεν αναπτύσσεται παρά μόνο με μια
μαζική και συνεχή ανάπτυξη της γραφειοκρατίας και των κανονιστικών ρυθμίσεων[14]. Η νεωτερική οικονομία και κοινωνία
προϋποθέτουν την δημιουργία κανόνων, τον πολλαπλασιασμό των «γραφείων» που
ασχολούνται με τη στατιστική, την τεχνική και τη λειτουργική διαχείριση των
«κοινωνικών προβλημάτων και αναγκών» που προκαλούνται από τις νέες συνθήκες της
ζωής.
Αυτή η
γραφειοκρατικοποίηση και η επέκταση του νομικού και κανονιστικού πεδίου
κέρδισαν τον ιδιωτικό τομέα, όπου έχει από πάρα πολύ παλιά παρατηρηθεί ο
πολλαπλασιασμός των υπηρεσιών και η ανάπτυξη της πλαισίωσης. Τονίζοντας
αποκλειστικά την «εμπορευματοποίηση του κόσμου» δεν θα ήταν παρά η θέαση μιας
μόνο πλευράς της εξέλιξης [15], ή για να γίνουμε πιο ακριβείς, αν δεν
αντιλαμβάνεται ότι το φαινόμενο της «εμπορευματοποίησης» δεν μετράται άμεσα από
το μερίδιο της αγοραίας παραγωγής στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν ή από το
ποσοστό των υποχρεωτικών κρατήσεων. Η παραγωγή και η πώληση όλο και
περισσότερων αγαθών, η διαχείριση των πολλαπλών αποτελεσμάτων αυτής της λογικής
στην κοινωνική ζωή προϋποθέτει ένα σημαντικό μηχανισμό ρύθμισης και διαχείρισης
– δημόσιου και ιδιωτικού χαρακτήρα – που απορροφά ένα αυξανόμενο μερίδιο του
πλούτου και των επενδύσεων και σταδιακά αντικαθιστά τους παλιούς τρόπους
άσκησης κρατικής εξουσίας.
Αυτή η βαθιά τάση
δημιουργεί προφανώς προβλήματα στη φιλελεύθερη σκέψη, καθώς η διαδικασία αυτή
διαφεύγει από τις απλοϊκές αντιλήψεις της αγοράς ως συνάντηση μεταξύ
απομονωμένων οικονομικών παραγόντων. Η κοινωνική συνοχή, η εκπαίδευση και η
έρευνα, η στέγαση και η υγεία, οι μεταφορές και η δημόσια τάξη, οι στόχοι, οι
αποστολές και οι λειτουργίες της μη εμπορικής δραστηριότητας είναι πολλαπλές.
Ποτέ, ίσως, η λειτουργία της κοινωνίας δεν χρειαζόταν τόσα δημόσια αγαθά, όπως
αναγνώρισε ο ίδιος ο Φ. Χάϊεκ. Ωστόσο, πρέπει να προστεθεί αμέσως ότι αυτή η
εξέλιξη δεν αποτελεί στάση ή υποχώρηση της κοινωνίας της αγοράς, είναι από
ορισμένες απόψεις μια κατάσταση αντιφατική. Αυτό, λοιπόν, τονίζει ο Guillaume
Duval [16] όταν γράφει:
«Στις όλο και πιο περίπλοκες και
εύθραυστες κοινωνίες και οικονομίες, οι συνθήκες που πρέπει να πληρούνται για
το φυσικό, κοινωνικό και νομικό περιβάλλον επιτρέπουν η οικονομική
δραστηριότητα για να αναπτυχθεί γίνεται όλο και πιο πολυάριθμη και δύσκολη. Και
οι δράσεις που πρέπει να διεξαχθούν για το σκοπό αυτό πρέπει υποχρεωτικά να
καλύπτουν ολόκληρη την οικονομία και την κοινωνία, απαγορεύοντας την
εξατομίκευση των παροχών» [Duval, 2003, σ. 7]. Επομένως, είναι
απαραίτητο να διαβάσουμε την εξέλιξη της οικονομίας της αγοράς με δύο τρόπους:
την «συσσώρευση αγαθών» και, ακόμη πιο γρήγορα, την επέκταση των ρυθμιστικών
διαδικασιών στην οργάνωση της ζωής, την αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης
δημοσίων αγαθών.
Από τη δεκαετία του
1930, ο φιλελευθερισμός μεταρρυθμίστηκε για να λάβει υπόψη αυτές τις
πραγματικότητες. Από τότε, ο αγώνας δεν αφορά πλέον τη νομιμότητα της ίδιας της
κρατικής δράσης, αλλά τους στόχους και τις αρχές της. Από αυτή την άποψη, ο
νεοφιλελευθερισμός στην πιο καινοτόμο του έκδοση – ο γερμανικός και στη
συνέχεια ο ευρωπαϊκός ορντοφιλελευθερισμός – προσφέρει μια ιδιαίτερα
ενδιαφέρουσα εικόνα. Η αντίθεση που τον συγκροτεί δεν είναι μεταξύ της αγοράς
και του κράτους, αλλά μεταξύ των διαφόρων μορφών κρατικών παρεμβάσεων, μεταξύ
εκείνων που παρεμποδίζουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού μεταξύ των οικονομικών
παραγόντων και εκείνων που τον ευνοούν.
Αυτές οι σκέψεις θέτουν
εν μέρει υπό αμφισβήτηση το ιστορικό σχήμα που πρότεινε ο K. Polanyi. Είχε
δίκιο όταν επεσήμανε ότι η αγορά δεν ήταν το προϊόν της φυσικής αυθορμησίας,
αλλά το προϊόν των εσκεμμένων πολιτικών αποφάσεων. Αλλά δεν ήταν ο μόνος που το
έκανε. Οι ίδιοι οι νεοφιλελεύθεροι έχουν πάψει να πιστεύουν στο αυτορυθμιζόμενο
φάντασμα του laissez-faire. Αυτό μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε πώς ο νέος
φιλελευθερισμός κατανοήθηκε διανοητικά και πώς προσλήφθηκε πολιτικά για να
ανακατασκευάσει μια κοινωνία της αγοράς πλαισιωμένη μέσα από νόμους και
κανονισμούς.
Η πραγματική ρήξη που
εγκαινιάστηκε από τους νεοφιλελεύθερους είναι επιστημολογική και πολιτική. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι η αγορά έπαψε να θεωρείται ως κάτι φυσικό για να
γίνει, στο επίπεδο της αναπαράστασης και της δράσης, μηχανή συντήρησης
και ελέγχου [17]. Εάν η ελευθερία της αγοράς απαιτεί μια
ενεργή πολιτική, η αντίθεση μεταξύ της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς και της κρατικής
παρέμβασης είναι ξεπερασμένη. Το 1937, ο F. Böhm, μαθητής και φίλος του W.
Eucken, έγραψε: «Η βασική απαίτηση κάθε
οικονομικού συστήματος που αξίζει αυτό το όνομα είναι ότι η πολιτική ηγεσία
γίνεται ο κύριος της οικονομίας στο σύνολό και στα μέρη της. είναι απαραίτητο η
οικονομική πολιτική του κράτους να κυριαρχεί διανοητικά και υλικά όλο το
οικονομικό μέλλον». Αυτό σημαίνει επίσης ότι η πολιτική στοχεύει
στη δημιουργία ή την αναδημιουργία των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών της
αγοράς, στην παρέμβαση στην κοινωνία ώστε η τελευταία να συμμορφώνεται με
την οικονομία της αγοράς. Αναμφισβήτητα θα αναγνωριστεί εκεί η όλη φιλοσοφία
που εμπνέει την ευρωπαϊκή οικοδόμηση μιας τάξης της ανταγωνιστικής αγοράς.
Αυτό έχει ακόμα
αδιόρατες συνέπειες στην κριτική που μπορούμε να κάνουμε στο νεοφιλελευθερισμό,
ειδικά στην ευρωπαϊκή του μορφή. Κατηγορώντας τον ότι είναι ένα είδος απολογίας
της «ζούγκλας» που αρνείται οποιοδήποτε νομικό πλαίσιο είναι ένα τεράστιο
λάθος. Το λάθος αυτό οδήγησε πολλούς οικονομολόγους, δημοσιογράφους και
πολιτικούς, που ισχυρίστηκαν ότι ήταν «αντι-φιλελεύθεροι», να στηρίξουν την
Ευρωπαϊκή Συνταγματική Συνθήκη με το σκεπτικό ότι οποιαδήποτε ρύθμιση της
οικονομικής δραστηριότητας ήταν «αντι-φιλελεύθερη». Αντιτάχθηκε στο
«Αγγλοσαξονικό» σκιάχτρο για να αποδεχθεί ευκολότερα τον πραγματικό
νεοφιλελευθερισμό, που δεν είναι παρά η ψευδαίσθηση που συνοδεύει μια φυσική
τάξη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗ
Α. Ο γερμανικός
ορντοφιλελευθερισμός, σιδερένιο κλουβί για τη Γηραιά Ήπειρο (από
τους François Denord, Rachel Knaebel & Pierre Rimbert)
«Αισθάνομαι μια εγγύτητα με το
γερμανικό μεταπολεμικό ορντοφιλελευθερισμό» δήλωσε ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου
Ντόναλντ Τούσκ,
επ’ ευκαιρία του ελληνικού ζητήματος. Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Wolfgang
Schäuble προσωποποιεί την πνευματική αυτή κατάσταση «Γι’ αυτόν οι κανόνες έχουν ένα
θείο χαρακτήρα» παρατήρησε
ο παλιός Έλληνας ομόλογός του Γιάνης Βαρουφάκης. «Γεννήθηκα στο Φράιμπουργκ»,
εξομολογήθηκε ο Βόλφγκανγκ
Σόιμπλε το 2012. «Εκεί,
υπάρχει κάτι που ονομάζεται σχολή του Φράιμπουργκ. Έχει κάποια σχέση με τον
ορντοφιλελευθερισμό. Και με τον Walter Eucken επίσης.»
Le
Monde Diplomatique Août 2015
Β. Το 2009 ο Christian
LAVAL με το συνεργάτη του σε πολλά έργα Pierre DARDOT δημοσίευσαν το μνημειώδες
βιβλίο La nouvelle raison du monde. Essai sur la societe neoliberale (Ο νέος λογισμός του κόσμου.
Δοκίμιο για τη νεοφιλελεύθερη κοινωνία), όπου αναπτύσσουν
ενδελεχώς, σε βάθος και με μεγάλη ενάργεια το νεοφιλελευθερισμό στη
συγκεκριμένη εφαρμογή του, και μέσα από μια ιστορική αναδρομή την καταγωγή των
ιδεών και των πρακτικών του, αναδεικνύοντας ότι είναι μια πολύ βαθύτερη
κατάσταση πραγμάτων από ό, τι συνήθως νομίζεται, που έχει διαποτίσει όλη την
ύπαρξη των ανθρώπων. Μέσω πολλαπλών δρόμων, ο νεοφιλελευθερισμός επιβλήθηκε ως
ο νέος λογισμός του κόσμου, ο οποίος καθιστά τον ανταγωνισμό τον παγκόσμιο
κανόνα συμπεριφοράς και δεν αφήνει άθικτη τη σφαίρα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αυτή η λογική διαβρώνει ακόμη και την κλασική αντίληψη της δημοκρατίας. Εισάγει
νέες μορφές υποταγής, οι οποίες, για εκείνους που την αμφισβητούν, αποτελούν
μια νέα πολιτική και πνευματική πρόκληση. Μόνο η κατανόηση αυτής της
ορθολογικότητας θα επιτρέψει να του αντιτάξουμε μια πραγματική αντίσταση και να
ανοίξουμε ένα άλλο μέλλον. Εκδόσεις la Découverte
Μετάφραση – επιμέλεια
Γιάννης Δουλφής
Christian
Laval Mort et résurrection du capitalisme liberal. Polanyi, hier et
aujourd’hui
[1] Ο Christian Laval,
γεννημένος στις 9 Αυγούστου 1953, είναι αναπληρωτής καθηγητής [κοινωνικών
επιστημών] κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο Paris West Nanterre La Defense που
έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τον φιλελευθερισμό, το νεοφιλελευθερισμό και
τη γενεαλογία του εντοπίζοντας την καταγωγή του στην ωφελιμιστική φιλοσοφία του
Jeremy Bentham, καθώς και στις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές πολιτικές. Είναι
συγγραφέας πολλών σημαντικών βιβλίων για αυτά τα θέματα, όπως το L’ Homme
économique: Essai sur les racines du néolibéralisme, Gallimard, coll. «Nrf
Essais», 2007, πολλά από αυτά σε συνεργασία με τον Pierre Dardot, όπως τα Marx,
Prénom: Karl, Gallimard essais, 2012, La nouvelle raison du monde, La
Découverte, 2009, Commun, Essai sur la révolution au XXIe siècle, La
Découverte, 2014, Ce cauchemar qui n’en finit pas, Comment le néolibéralisme
défait la démocratie, La Découverte, 2016. Το τελευταίο του έργο είναι το
Foucault, Bourdieu et la question néolibérale, La Découverte, 2018 Είναι μέλος
της Sophiapol, της ομάδας μελέτης «το Ζήτημα Marx» και του κέντρου Bentham.
Είναι επίσης συνεργάτης ερευνητής στο Ινστιτούτο Ερευνών της Ενιαίας Ομοσπονδίας
Συνδικάτων και πρώην μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της ATTAC [ΣτΕ].
[2] Η επιθεώρηση
M.A.U.S.S. (Αντιωφελιμιστική Κίνηση στις Κοινωνικές Επιστήμες) ξεκίνησε το 1981
από μια φούχτα Γάλλων ακαδημαϊκών στο χώρο της κοινωνιολογίας, της οικονομίας
και της ανθρωπολογίας, που αντιπαρατέθηκαν στην κατεύθυνση που επιβλήθηκε στις
κοινωνικές επιστήμες με την υπαγωγή τους σε ένα παντοδύναμο κρατούν οικονομικό
μοντέλο καθώς και στην αποκλειστικά εργαλειακή θεώρηση της δημοκρατίας και των
κοινωνικών σχέσεων. Η αναφορά στον Marcel Mauss και στις κριτικές του
ωφελιμισμού που ενέπνευσε την Κοινωνιολογική Σχολή στον απόηχο του έργου του
Emile Durkheim κατόρθωσε να συγκεντρώσει γύρω της σημαντικές πνευματικές
δυνάμεις. Έτσι δημιουργήθηκε ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που προχώρησε
αμέσως στη δημιουργία της εν λόγω επιθεώρησης, που είχε στόχο να λειτουργήσει
ως σύνδεσμος και χώρος διαλόγου, γύρω από τα θεωρητικά διακυβεύματα,
καλωσορίζοντας επίσης μη ακαδημαϊκούς αγωνιστές και όλους όσους ήταν πρόθυμοι να
σκεφτούν μακριά από τους περιορισμούς του φλύαρου ακαδημαϊκού κατεστημένου. Με
την πάροδο του χρόνου προσέλκυσαν ένα ευρύτερο κοινό αναγνωστών και συγγραφέων
και από άλλες χώρες, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ευρέος φάσματος
θεωριών και προβληματισμών που συνδέονται με αυτό που έγινε γνωστό ως
«παράδειγμα του δώρου», συγκροτώντας ένα νέο ρεύμα σκέψης στο χώρο των
κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής φιλοσοφίας [ΣτΕ].
[3] Ο Karl Polanyi
Ούγγρος φιλόσοφος, ανθρωπολόγος, από τους πρωτοπόρους της ιστορικής
κοινωνιολογίας, γεννήθηκε το 1886, και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της
Βουδαπέστης. Στα φοιτητικά του χρόνια, ιδρύει μια ριζοσπαστική ομάδα φοιτητών
(Κύκλος Γαλιλαίος), και συνδέεται με τον Καρλ Μάνχαιμ και τον Γκεόργκι Λούκατς.
Ιδρυτικό μέλος του ουγγρικού Ριζοσπαστικού Κόμματος συμμετείχε στην Επανάσταση
των Χρυσανθέμων, η οποία θα εγκαθιδρύσει την βραχύβια λαϊκή δημοκρατία της
Ουγγαρίας με πρωθυπουργό τον Μιχάλι Κάρολι. Το 1920, εγκαταλείπει την
Βουδαπέστη, μετά την κομμουνιστική επανάσταση του Μπέλα Κουν και μεταβαίνει
στην Βιέννη όπου διαμένει μέχρι το 1933, έτος ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία·
τότε φεύγει για το Λονδίνο, αρχικά, και εν συνεχεία για τις ΗΠΑ, όπου και
εκδίδεται το 1944 το γνωστότερο έργο του, Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός. Όταν αρχίζει ο ψυχρός
πόλεμος εγκαθίσταται στο Οντάριο του Καναδά, όπου εργάζεται πάνω στις
οικονομικές πρακτικές των προνεωτερικών κοινωνιών, μέχρι τον θάνατό του το
1964. Μεταθανάτια, εκδίδονται χειρόγραφες εργασίες του – μεταξύ αυτών και Ο βίος του ανθρώπου (1977).
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα του Ο
Μεγάλος ΜετασχηματισμόςΕκδόσεις Νησίδες, 2007, Η Απαρχαιωμένη Αγοραία
Νοοτροπία μας, Στάσει Εκπίπτοντες, 2014, Η Εφεύρεση του Εμπορίου Αγορά,
Χρήμα και Οικονομία στην Αρχαία Ελλάδα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2017
[ΣτΕ].
[4] Ο
ορντοφιλελευθερισμός ή κανονιστικός φιλελευθερισμός (Ordoliberalismus στα
γερμανικά) είναι ρεύμα της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, που έκανε την
εμφάνισή του στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930, από τους οικονομολόγους και
νομικούς που συγκεντρώθηκαν στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ γύρω απ’ τον
καθηγητή οικονομικών Walter Eucken και δύο καθηγητές νομικής (τους Franz Bohm
και Hans Grosmann-Doerth). Η σχολή του Φράιμπουργκ απέρριπτε τον ηδονιστικό
υλισμό των φιλελεύθερων αλλά και τον εξελικισμό του μαρξισμού και
αντιπαρατέθηκε στην οικονομική πρακτική του εθνικοσοσιαλισμού. Ο Walter Eucken,
ο Wilhelm Röpke και ο Alfred Müller-Armack, εκφράστηκαν μέσα από το περιοδικό
ORDO και επηρέασαν την οικονομική πολιτική των μεταπολεμικών κυβερνήσεων της
Γερμανίας, γεγονός που τους έδωσε την πνευματική πατρότητα του «οικονομικού
θαύματος της Δυτικής Γερμανίας», ενώ αποτέλεσαν έμπνευση και για τη λεγόμενη
«κοινωνική οικονομία της αγοράς». Η άποψή τους ήταν ότι δεν υπάρχει «ελεύθερη
οικονομία» σαν «φυσική κατάσταση», στην οποία καμία κεντρική εξουσία δεν πρέπει
να παρεμβαίνει. Αντίθετα είναι το κράτος που, μέσα από ένα λειτουργικό θεσμικό
πλαίσιο, θα πρέπει να επιβάλει τους κανόνες εκείνους που καθιστούν την αγορά
και τον ανταγωνισμό ελεύθερους από οποιαδήποτε άλλη κοινωνική ρύθμιση. Οι
θεωρητικές (και εν τέλει πολιτικές) διαφορές ανάμεσα στον ορντοφιλελευθερισμό
και στον ιστορικό φιλελευθερισμό που υποστήριζε τόσο η Αυστριακή σχολή όσο και
οι Άγγλοι και Αμερικανοί φιλελεύθεροι είναι ουσιώδεις. Είναι η συγκεκριμένη
μορφή φιλελευθερισμού που επικράτησε από τη δεκαετία του ‘90 τόσο στη Γερμανία,
όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις συνθήκες της [ΣτΕ].
[6] Όπως επεσήμανε ο
J. Schumpeter στο βιβλίο του Καπιταλισμός,
Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, «η πρόβλεψη της τελικής πτώσης του
καπιταλισμού ήταν κάτι συνηθισμένο στη δεκαετία του 1930».
[7] Ο Walter Lippmann
(23 Σεπτεμβρίου 1889 – 14 Δεκεμβρίου 1974) ήταν ένας Αμερικανός συγγραφέας, δημοσιογράφος
και πολιτικός σχολιαστής διάσημος για την έννοια του Ψυχρού Πολέμου που ήταν
από τους πρώτους που την εισήγαγαν, συνθέτοντας τον όρο «στερεότυπο» με το
σύγχρονο ψυχολογικό νόημα, για να επικρίνει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη
δημοκρατία στις στήλες της εφημερίδας του και σε πολλά βιβλία του. Το Συμπόσιο
Walter Lippmann ήταν μια συνάντηση φιλελεύθερων διανοουμένων κυρίως από τη
Γαλλία και τη Γερμανία που διοργάνωσε στο Παρίσι, τον Αύγουστο του 1938, ο
γάλλος φιλόσοφος Louis Rougier για να συζητήσει τις ιδέες του Lippmann στο έργο
του The Good Society (1937), από όπου πήρε και το όνομα του. Αυτή η συνάντηση
αναφέρεται συχνά ως ο πρόδρομος της πρώτης συνάντησης της κοινωνίας Mont
Pèlerin, που συγκλήθηκε από τον Friedrich von Hayek, το 1947. Και στις δύο
συναντήσεις οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στο τι πρέπει να είναι ένας νέος
φιλελευθερισμός ή νεοφιλελευθερισμός. Ο Οίκος Walter Lippmann στο Πανεπιστήμιο
του Χάρβαρντ, στο οποίο στεγάζεται το Ίδρυμα Nieman για Δημοσιογραφία,
ονομάστηκε έτσι προς τιμή του. Ο Noam Chomsky και ο Edward S. Herman
χρησιμοποίησαν μία από τις φράσεις του Lippmann Κατασκευή Συναίνεσης «Manufacture of Consent»,
για τον τίτλο του βιβλίου τους, Κατασκευάζοντας
Συναίνεση Manufacturing
Consent, που περιέχει επικριτικά σχόλια για τις απόψεις του
Lippmann σχετικά με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης [ΣτΕ].
[9] Ήταν μεγάλη
ειρωνεία ότι η γαλλική εργοδοτική οργάνωση, το MEDEF (Κίνημα των Επιχειρήσεων
της Γαλλίας), το 2003 ονόμασε το θερινό της πανεπιστήμιο «Ο μεγάλος
μετασχηματισμός», περιγράφοντας με αυτό τον όρο μια υπερφιλελεύθερη ουτοπία της
κοινωνίας στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση με την τάση «επαναπλαισίωσης»
που περιέγραφε ο Polanyi.
[10] Η συχνή σύγχυση ανάμεσα
στις θεωρίες του Φ. Χάγιεκ και εκείνες του ορντοφιλελευθερισμού οφείλεται εν
μέρει στο γεγονός ότι ο πρώτος διατηρούσε στενές και φιλικές σχέσεις με την
ομάδα των ορντοφιλελευθερων. Ίδρυσε με μερικά από τα κύρια μέλη της την
Εταιρεία Mont Pelerin το 1947 και διαδέχθηκε τον Walter Eucken ως καθηγητή
οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Fribourg το 1962.
[11] Το βιβλίο
μεταφράστηκε στα αγγλικά υπό την πρωτοβουλία του F. Hayek από τον Τ. W.
Hutchison το 1950. Ο W. Eucken πέθανε το 1950 αφήνοντας ένα δεύτερο έργο σχεδόν
ολοκληρωμένο (Αρχές της πολιτικής οικονομίας) που κυκλοφόρησε το 1968.
[12] Εάν θέλαμε να
είμαστε πιο αναλυτικοί, οι αρχές αυτές είναι, σύμφωνα με τον Jean-François
Poncet [1970]: η ύπαρξη σταθερού νομίσματος, η ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά, η
ιδιωτική ιδιοκτησία, η ελευθερία των συμβάσεων και η σταθερότητα της
οικονομικής πολιτικής.
[13] βλ. Michel Foucault [2004, σελ. 120]. La Naissance de la
biopolitique. Cours au Collège de France (1978 – 1979) Le Seuil, 2004, The
Birth of Biopolitics, St Martin’s Press, 2008. Ελλ. Έκδοση, Η Γέννηση της Βιοπολιτικής.
Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978 – 1979) Πλέθρον 2012.
[16] Ο Guillaume Duval,
γεννημένος στις 2 Φεβρουαρίου 1957 στην Τύνιδα, είναι επικεφαλής συντάκτης της
ριζοσπαστικής οικοσοσιαλιστικής, μηνιαίας οικονομικής επιθεώρησης Alternatives
Economiques, αφού ήταν αρχισυντάκτης μέχρι τον Δεκέμβριο του 2017. Μηχανικός,
απόφοιτος της τεχνικής και επαγγελματικής σχολής του Bordeaux (1975), εργάστηκε
για πολλά χρόνια στη γερμανική βιομηχανία. Το βιβλίο όπου αναφέρεται ο είναι Le
libéralisme n’a pas d’ avenir (Big business, marchés et démocratie), La
Découverte, 2003 [ΣτΕ].
[17] Ο Michel Foucault
σημείωσε ότι αυτή η καινοτόμος πτυχή ήταν μόνο σχετική. Η ιστορία του
φιλελευθερισμού δεν μπορεί να περιοριστεί στην ψευδαίσθηση του αόρατου χεριού.
Ο ριζοσπαστικός τεχνουργισμός του ωφελιμισμού του Bentham είχε ήδη
ανοίξει αυτό το μονοπάτι. Στη Γέννηση
της Βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978 – 1979) Ο
Μισέλ Φουκώ, αφού κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική οικονομία κατά
τον 18ο αιώνα σηματοδοτεί τη γέννηση μιας καινούργιας διακυβερνησιακής λογικής
– λιγότερη διακυβέρνηση, μέσω της μέριμνας για μέγιστη αποτελεσματικότητα, με
δεδομένη τη φυσικότητα των προς αντιμετώπιση προβλημάτων -, ασχολείται με την
ανάλυση των μορφών αυτής της φιλελεύθερης κυβερνητικότητας. Σε τούτο το
διαγνωστικό καθήκον ανταποκρίνεται η μελέτη των δύο μεγάλων φιλελεύθερων σχολών
του 20ου αιώνα, του γερμανικού ορντοφιλελευθερισμού και του φιλελευθερισμού της
Σχολής του Σικάγου. Ο Foucault στρέφει την προσοχή του στην άποψη του
ορντοφιλελευθερισμού για την κοινωνική πολιτική και πώς αυτό μπορεί να υφαίνει
στην πολιτική δύναμη της κοινωνίας που διαφέρει από τον φιλελευθερισμό του Adam
Smith δύο αιώνες νωρίτερα. Το πρόβλημα αυτό αντιμετώπιζε ο ορντοφιλελευθερισμός.
πώς μπορεί να διαμορφωθεί η γενική άσκηση της πολιτικής εξουσίας στις αρχές της
οικονομίας της αγοράς; Για να επιτευχθεί αυτό, η παλιά έκδοση του κλασσικού
φιλελευθερισμού έπρεπε να υποβληθεί σε μια ολόκληρη σειρά τροποποιήσεων. Το
πρώτο σύνολο μετασχηματισμών ήταν η αποσύνδεση της οικονομίας της αγοράς από
την πολιτική αρχή της laissez-faire, η αποσύνδεση της αγοράς και η
laissez-faire αντικαταστάθηκε από την θεωρία του καθαρού ανταγωνισμού, η οποία
δημιούργησε μια τυπική δομή και τυπικές ιδιότητες η οποία θα μπορούσε να θέσει
τη θεμελιώδη αρχή της ανταγωνιστικής δομής που εξασφάλισε την οικονομική
ρύθμιση μέσω του μηχανισμού τιμών. Πρόκειται για μια παρέκκλιση από τις
παραδοσιακές αρχές του φιλελευθερισμού που έχουν δημιουργήσει οι παραδοσιακοί
φιλελεύθεροι όπως ο Walter Lippmann και εκφράστηκαν από πολλούς άλλους
παραδοσιακούς φιλελεύθερους όπως ο Jacques Rueff, ο Wilhelm Röpke, ο Alexander
Rüstow, ο Friedrich Hayek, ο Robert Marjolin, ο Ludwig von Mises [ΣτΕ].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου