Γιάννης
Δουλφής 20 Ιουνίου 2019
Στη
διάρκεια των εκλογών που προηγήθηκαν, και ενδεχομένως σε αυτά που θα
επακολουθήσουν στις επικείμενες εθνικές εκλογές, κερδίζει έδαφος μια φιλολογία,
που επιχειρεί να ερμηνεύσει – και ορθά – μια σημαντική πτυχή της συντριπτικής ήττας του μορφώματος
ΣΥΡΙΖΑ + και της μετατόπισης του εκλογικού σώματος πρωτίστως προς τη Ν.Δ., που αφορά το ζήτημα
της υπερ-φορολόγησης, και συνδέεται με
τη λεγόμενη «μεσαία τάξη», την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να ανακτήσει. «Η
μεσαία τάξη δεν κατάλαβε, η μεσαία τάξη έχει υποστεί το βάρος, θα πάρουμε μέτρα
στήριξης», και διάφορα άλλα ακούμε από την κυβέρνηση τώρα, μετά την βαριά ήττα
στις ευρωεκλογές σε μια προσπάθεια αντιστροφής του κλίματος εν όψει εθνικών
εκλογών.
Όμως οι
περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως η υπερφορολόγηση ήταν μια επιλογή της
κυβέρνησης αυτής, όπως απερίφραστα έχει διατυπωθεί πρωτίστως από το «μαρξιστή»
υπουργό Ευκλείδη Τσακαλώτο, περί «ταξικής μεροληψίας, υπέρ της εργατικής
τάξης», νοούμενης με μεταμοντέρνους όρους ως ενός μικρού εξαθλιωμένου και από
τις πολιτικές της κοινωνικού τμήματος έχοντος χρεία «επιδομάτων» άθλιας
επιβίωσης.
Αντίθετα
η Ν.Δ. επένδυσε στο σημαντικό αυτό ζήτημα, που απασχολεί ευρύτατα κοινωνικά
στρώματα, υποσχόμενος μια άλλη πολιτική, εντός πάντα των μνημονιακών πλαισίων.
Το αν το αφήγημα αυτό αποτελεί μια άλλη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή, έναντι
εκείνης του «ΣΥΡΙΖΑ», είναι ασφαλώς ζητούμενο, μιας και οι ρητορικές
προσέλκυσης ψηφοφόρων συνήθως ελάχιστα μεταφράζονται σε συγκεκριμένη πολιτική
από όποιον κερδίσει τις εκλογές.
Κατ’
αρχάς σημειώνεται ότι η ασάφεια του όρου «μεσαία τάξη» αποκρύβει μια
πολυσύνθετη κοινωνική πραγματικότητα ως προς την κοινωνική διαστρωμάτωση και
την πρόσφατη – τουλάχιστον ιστορική της εξέλιξη.
Η διάσπαρτη
μικροϊδιοκτητική κοινωνική και παραγωγική δομή που διαχρονικά αποδείχθηκε πολύ
ανθεκτική στη χώρα μας, με τον
εκτεταμένο αριθμό μικρών και οικογενειακών επιχειρήσεων καθώς και
των αυτοαπασχολουμένων - ελεύθερων επαγγελματιών (επιστημονικά
επαγγέλματα)
στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό, παράλληλα με την επικράτηση του μικρού κλήρου
στην αγροτική οικονομία, είναι ένα πανθομολογούμενο γεγονός που έχει
επισημανθεί από πολλούς, ανεξάρτητα από το θετικό ή αρνητικό πρόσημο που
προσδίδουν σ’ αυτή, σε σύγκριση με τις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου
(τουλάχιστον ποιοτικά), διαταράχθηκε βίαια και σκόπιμα – ως ανεπιθύμητη
εξαίρεση – από την επιβολή των μνημονίων.
Έτσι,
μια μερίδα ήδη προλεταριοποιήθηκε – ενώ είχε ήδη περιθωριοποιηθεί κυρίως με την
έλευση του ευρώ και τις πολιτικές που προηγήθηκαν ως προετοιμασία ένταξης
κυρίως στον παραγωγικό τομέα - μια άλλη αγωνίζεται να επιβιώσει, σε ένα απόλυτα
δυσμενές πλαίσιο με ατομιστικό και ακραία ανταγωνιστικό τρόπο έναντι των άλλων
κοινωνικών στρωμάτων. Όπως μπορεί να διαπιστωθεί η ίδια η αγορά και ο
ανταγωνισμός δεν οδήγησαν από μόνα τους στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, αλλά
για ένα μεγάλο διάστημα διόγκωσαν τα μικροαστικά στρώματα στον τριτογενή τομέα,
του εμπορίου, αλλά και των υπηρεσιών, σε βάρος των παραγωγικών. Χρειάστηκε,
όπως πολλές φορές στην ιστορία, η κρατική παρέμβαση, εν προκειμένω, τα
μνημόνια.
Από την
άλλη πλευρά μια μεγάλη μερίδα του κόσμου της μισθωτής εργασίας που έχει
εισοδηματικά ανέλθει στην προηγούμενη περίοδο (η κατά Πουλαντζά
«νέα μικροαστική τάξη»),
π.χ. μεσαίες και υψηλές βαθμίδες της μισθωτής
διανοητικής εργασίας,
τραπεζικοί ή υπάλληλοι του δημόσιου και του πάλαι ποτέ ευρύτερου δημόσιου τομέα
(ΔΕΚΟ), υπέστη τεράστιες μισθολογικές περικοπές, όπως και σε πρώτη γραμμή οι
συνταξιούχοι, όλων σχεδόν των κλάδων. Η υπερφορολόγηση επιβλήθηκε σε όλους
αυτούς ανεξαιρέτως παράλληλα με τη δραματική μείωση των εισοδημάτων τους.
Ασφαλώς
υπάρχει και μια μερίδα των «μεσαίων στρωμάτων», που παρέμεινε ή και ανήλθε στον
αφρό στα μνημονιακά χρόνια, είτε μέσα από τον επιχειρηματικό κόσμο, είτε στους
ελευθερο-επαγγελματίες που κατάφεραν να επεκταθούν και ακόμη με στρώματα που
συνδέονται με την πολιτική εξουσία και τα κόμματά της. Η μερίδα αυτή μπορεί να
δυσανασχετεί με τη φορολογία, αλλά γενικά είναι, προφανώς, ικανοποιημένη. Θα
ήθελε, ασφαλώς, μια ακόμη πιο ισοπεδωτική φορολόγηση, αποβαίνουσα προς όφελός
της.
Η
υπερφορολόγηση, που εν τέλει δεν επιβάλλεται αποκλειστικά στη λεγόμενη «μεσαία
τάξη» αλλά στην κοινωνική πλειονότητα χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά
κατηγοριών, έτσι αόριστα όπως τίθεται, ουσιαστικά αποκρύβει τους μηχανισμούς,
μέσω των οποίων έχει επιβληθεί.
Ο
ΕΝΦΙΑ, ως συνέχεια του Ε.Ε.Τ.ΗΔ.Ε. - Ε.Ε.Τ.Α., που αποφέρει ετησίως το διόλου
ευκαταφρόνητο ποσό των 3 δις ευρώ, είναι ένας κεφαλικού τύπου φόρος, ανεξάρτητα
από οποιαδήποτε εισοδηματικές απολαβές των ιδιοκτητών ακινήτων και της φοροδοτικής
τους ικανότητας, επιβαλλόμενος σχεδόν με οριζόντιο τρόπο, εν είδει μισθώματος
των ιδιοκτητών προς το κράτος και μάλιστα σε πλασματικές αξίες που δεν
αναποκρίνονται στη μεγάλη τους μείωση από το 2008. Επιβλήθηκε για να
υποκαταστήσει έσοδα που λόγω της τερατώδους ύφεσης και μείωσης της οικονομικής
δραστηριότητας και των εισοδημάτων που περικόπηκαν αναγκαστικά, αλλά και για να
πλήξει καίρια τη διάσπαρτη στον πληθυσμό ιδιοκτησία των ακινήτων που θεωρήθηκε
ότι πρέπει να περιορισθεί με μεθόδους υφαρπαγής. (Το τέχνασμα των νέων
αντικειμενικών αξιών, αντί να αμβλύνει όξυνε τις διαφορές τεκμαρτών –
πραγματικών αξιών)
Πέραν
του ότι καταργήθηκε το αφορολόγητο όριο για τα εισοδήματα από μη μισθωτή
εργασία και μειώθηκε σημαντικά στην τελευταία περίπτωση, η φορολογική κλίμακα
περιορίστηκε και με την επιβολή υψηλότατου εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή
22%, επιβάλλεται άνισα σε βάρος των πιο αδύναμων οικονομικά κοινωνικών
στρωμάτων.
Η τεκμαρτή
φορολόγηση βάσει πλασματικών κριτηρίων, όπου τα εισοδήματα δεν επαρκούν, με
πρόσχημα την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Οι
υψηλοί συντελεστές των εμμέσων φόρων για πολύ βασικά είδη ανάγκης, τρόφιμα,
ρουχισμός, υπηρεσίες υγείας, είδη υγιεινής κλπ., η πρόσφατη μείωση των οποίων
ελάχιστα επηρέασε, όπως διαπιστώνεται, τις τιμές των προϊόντων. Για να μην
αναφέρουμε μια σειρά ειδικούς επαχθείς φόρους, στα καύσιμα που επιβαρύνουν το
συνολικό επίπεδο των τιμών, ή σε θεωρούμενα ως είδη πολυτελείας, όπως ο καφές.
Ένα
άλλο στοιχείο φορολογίας, είναι εκείνο που έμμεσα έχει επιβληθεί στους
ασφαλισμένους ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και
μικροεπιχειρηματίες, με τη μετατροπή του ασφαλιστικού συστήματος σε
φοροκρατικό, αφού οι ασφαλιστικές εισφορές που εκτινάχτηκαν στα ύψη με το νόμο
Κατρούγκαλου, στερούνται οποιασδήποτε έννοιας ανταποδοτικότητας και έρχονται να
συμπληρώσουν το συνολικό φορολογικό τοπίο, προστιθέμενες στην περιβόητη εισφορά «αλληλεγγύης» όλων των
εισοδημάτων.
Και
έπεται, βέβαια, ακόμη για το επόμενο έτος η δραστική μείωση του αφορολογήτου
για όλους, που θα πλήξει βάναυσα και τα χαμηλότερα εισοδήματα, αφού σε
συνδυασμό με τον δυσθεώρητο εισαγωγικό φορολογικό συντελεστή θα σημάνει
απώλειες κατ’ ελάχιστο 650 ευρώ ετησίως (τουτέστιν περίπου ένα μισθό ή σύνταξη).
Η ανακοίνωση ακύρωσης του νομοθετημένου
από το ΣΥΡΙΖΑ μέτρου, στην οποία δεν συναίνεσε πριν τις ευρωεκλογές, μια ημέρα
πριν την επίσημη ανακοίνωση προκήρυξης εθνικών εκλογών, είναι το τελευταίο
προεκλογικό «χαρτί» του.
Το
φορολογικό αυτό πλαίσιο που επιβλήθηκε από το μνημονιακό καθεστώς, διόλου
αμφισβητούμενο από το κατεστημένο πολιτικό προσωπικό συνολικά, δεν είναι
δυνατόν να μεταβληθεί ριζικά, λόγω της ανεπανόρθωτης οικονομικής καθίζησης που
τα ίδια τα μνημόνια επέφεραν με τις εισοδηματικές περικοπές, την αύξηση της
ανεργίας και τη γενικότερη συρρίκνωση των εισοδημάτων, όσο παραμένουν αυτά τα
πλαίσια.
Όλοι
αυτοί οι επιβληθέντες φόροι δεν έχουν καμία κοινωνική ανταποδοτικότητα και δεν
έχουν σχέση με τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους – όπως την εποχή της
σοσιαδημοκρατικής συναίνεσης – το οποίο άλλωστε έχει δραματικά συρρικνωθεί σε
ένα ισχνό δίχτυ προστασίας στα όρια της απόλυτης ένδειας. Επιπλέον τότε, στις
δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η φορολογία αποτελούσε μια μέθοδο έμμεσης αναδιανομής
εισοδήματος από τα πάνω, τα υψηλότερα εισοδήματα ή επιχειρηματικά κέρδη, προς
τα κάτω, τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα προς εξισορρόπηση των ανισοτήτων,
και όχι αυτό που συμβαίνει σήμερα, ειδικά στη μνημονιακή Ελλάδα (άλλωστε
ουδέποτε υπήρξε στην περίπτωσή μας ένα σύστημα που να επιβαρύνει τους
φορολογούμενους ανάλογα με τα πραγματικά τους εισοδήματα, αφού το κύριο
φορολογικό βάρος των αμέσων φόρων έφεραν τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία και
το συντριπτικά χαμηλότερο οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες του ενεργού πληθυσμού,
τα επιχειρηματικά κέρδη και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα), η οριζόντια σχεδόν
φορολόγηση της πλειοψηφίας, προς όφελος των ολίγων, των δυναστών και των
«δανειστών».
Άλλωστε,
αντίθετα με την εν λόγω «ένδοξη εποχή», που οι κρατικοί προϋπολογισμοί ήταν
ελλειμματικοί, συνομολογήθηκαν τερατώδη δημοσιονομικά πλεονάσματα, που ο ΣΥΡΙΖΑ
με υπερηφάνεια υπερέβη για να μοιράσει τα ψίχουλα στους εξαθλιωμένους ή
διάφορους «επιδοματίες».
Δεδομένου
ότι το χρήμα εισέρχεται πλέον ως δανειακό και μάλιστα με ένα ξένο (έξωθεν
ελεγχόμενο) νόμισμα και με το υψηλό κόστος του οιονεί χρεοκοπημένου κράτους,
δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε άλλη επεκτατική χρηματική ενίσχυση (δημιουργία
νέου χρήματος χωρίς δανεισμό).
Πρόκειται
από μια πρώτη ματιά για μια «προκυκλική» οικονομική πολιτική που αποσκοπεί στην
κοινωνική καταστροφή κυρίως των μικρομεσαίων, μικροαστικών στρωμάτων, αλλά και
την απόλυτη φτωχοποίηση του κόσμου της εργασίας, μισθωτής ή ανεξάρτητης.
Όπως,
όμως, έχουμε σημειώσει, πρόκειται ουσιαστικά
για ένα φοροκρατικό καθεστώς, όπου οι φόροι που επιβάλλονται τροφοδοτούν κυρίως
τη γραφειοκρατία και τους ξένους «δανειστές» του κρατικού «χρέους», ανάλογο, ίσως και με μεγαλύτερη σφοδρότητα, με εκείνα
που ίσχυαν στις μεγάλες αυτοκρατορίες του παρελθόντος και στα φοροκρατικά –
προκαπιταλιστικά συστήματα.
Ουσιαστική
απάντηση απέναντι στο ζήτημα της υπερφορολόγησης δεν μπορεί να έλθει από κανένα
από τους δύο μεγάλους μονομάχους του εκλογικού παιχνιδιού, ούτε από τα υπόλοιπα
κόμματα που ομονοούν μαζί τους υποτασσόμενα στα κελεύσματα της ευρωκρατίας, ούτε
και μπορεί να απαντηθεί μονοσήμαντα ή με κάποιο όνειρο επιστροφής στο παρελθόν
και σε πολλές από τις παθοθογένειές του. Το συνολικό διακύβευμα μιας άλλης
πορείας της χώρας και των ανθρώπων της, του κόσμου της εργασίας, χρειάζεται να
επαναθεμελιωθεί σε βάθος. Η απαιτούμενη ενδογενής παραγωγική ανασυγκρότηση,
θεμελιωμένη στις καλύτερες παραδόσεις αυτής της χώρας και η άρση των εξωγενών
εμποδίων για κάτι τέτοιο, προϋποθέτει μια ηθική και πνευματική αφύπνιση του
κατακερματισμένου κοινωνικού σώματος όχι άνωθεν, αλλά μέσω συλλογικών
διεργασιών από τα κάτω, με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σαφώς όχι με το
βραχυπρόθεσμο βλέμμα κάποιων που σε κάθε εκλογική αναμέτρηση επιδιώκουν ως λύση
την είσοδο στη βουλή, για να λύσουν τα προβλήματα του λαού ως νέοι σωτήρες.
Χρειάζεται όλοι μας να ξεφύγουμε από τον, επιβεβλημένο για την επιβίωση του
καθένα χωριστά, άκρατο ανταγωνισμό. Μια νέα μορφή συμβιωτικότητας,
ενσυναίσθησης και αλληλεγγύης που μπορεί να αλλάξει τις ψυχές μας. Βαρύ κι
ασήκωτο ακούγεται, αλλά μόνο έτσι συμβαίνουν οι αναγεννήσεις.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
Ο όρος
«μεσαία τάξη» έχει επενδυθεί με ποικίλα νοήματα, και έχει λάβει πολλές,
ενίοτε αντιφατικές, έννοιες. μεσαία
τάξη χαρακτηρίζεται η κοινωνικο-οικονομική ομάδα στο ενδιάμεσο της κοινωνικής
ιεραρχίας. Ο προσδιορισμός «μεσαία τάξη», πολιτικά φορτισμένος, αμφισβητείται
σθεναρά από διάφορες σχολές πολιτικής και οικονομικής φιλοσοφίας. Αρχικά
αναφερόταν στην αστική τάξη, αργότερα, με την ταξική διαφοροποίηση στην πορεία
της ανάπτυξης των καπιταλιστικών κοινωνιών, ο όρος έγινε συνώνυμος με τον όρο
μικροαστική (petite bourgeoisie). Ο Friedrich Engels την προσδιόρισε ως μια
ενδιάμεση κοινωνική τάξη μεταξύ της τάξης των ευγενών και της αγροτιάς στην
κοινωνία του τέλους της φεουδαρχίας στην Ευρώπη (βλ. Εισαγωγή στην Αγγλική Έκδοση του Socialism: Utopian and Scientific
– 1892 ελλ. μετ. ΘΕΜΕΛΙΟ). Ενώ οι «ευγενείς» και οι αγρότες
εντοπίζονταν στην ύπαιθρο, η μπουρζουαζία προέκυψε από τις εμπορικές
λειτουργίες στην πόλη. Στη Γαλλία, οι «μεσαίες τάξεις» ηγήθηκαν της Γαλλικής
Επανάστασης. Αυτή η «μεσαία τάξη» τελικά ανέτρεψε τους κυβερνώντες μοναρχικούς
της φεουδαρχικής κοινωνίας, καθιστώντας έτσι τη νέα άρχουσα τάξη, την αστική,
στις καπιταλιστικές κοινωνίες που αναδύθηκαν. Οι σύγχρονοι κοινωνικοί
θεωρητικοί - και κυρίως οι οικονομολόγοι (με τα αποκλίνοντα, εμφανή ή κρυφά
πολιτικά κίνητρα πίσω από τα επιχειρήματά τους) - έχουν ορίσει και
επαναπροσδιορίσει τον όρο «μεσαία τάξη» για να εξυπηρετήσουν τους ιδιαίτερους
πολιτικούς τους στόχους. Με βάση το Max Weber,
μεσαία τάξη είναι η ευρεία ομάδα ανθρώπων της σύγχρονης κοινωνίας που πέφτουν
κοινωνικοοικονομικά μεταξύ της εργατικής τάξης και της ανώτερης τάξης. Ένας
ευρύτερος χαρακτηρισμός περιλαμβάνει όλους, πέραν του φτωχότερου 20% και του
πλουσιότερου 20%. Ο όρος «μικροαστός», ταυτιζόμενος με μια νοοτροπία,
έχει συσσωρεύσει πολλές υποτιμητικές χρήσεις, ήδη από την πρώτη εμφάνιση της
έννοιας του petit bourgeois στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Η μίμηση των φερσιμάτων
των αστών εκ των πραγμάτων οδηγούσε σε παραφθορές, οι οποίες γίνονταν
αντικείμενο χλεύης. Στην αριστερή παράδοση ως επί το πλείστον ο μικροαστός
αποτέλεσε την αρνητική εικόνα ενός ιδεατού προλετάριου: με περιορισμένο
ορίζοντα ριζοσπαστισμού, που προκρίνει την ατομική κοινωνική άνοδο και όχι τη
συλλογική δράση κλπ. Η αρνητική αυτή εικόνα που επικρατεί τον έχει αναγάγει σε
συνώνυμο του κομφορμισμού, της συμβατικότητας και του συντηρητισμού στις
συμπεριφορές και την ηθική. Το οξύμωρο είναι ότι η απέχθεια αυτή, κατ’ εξοχήν
εκπορευόμενη από το ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζεται από αυτούς που διαπνέονται και
συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο, απευθυνόμενοι σε κάποιους άλλους
στο όνομα του προλεταριάτου. Εννοούν προφανώς ότι όλοι εμείς οι υπόλοιποι, θα
πρέπει να είμαστε οι απογυμνωμένοι από οποιαδήποτε μέσα ύπαρξης, ως ικέτες για
μια θέση στον παράδεισο του άλλου κόσμου. Η ιστορία, βεβαίως, έχει δείξει, άλλα
πράγματα, αντιφατικά, ως προς τη στάση των μικροαστικών στρωμάτων,
περιλαμβανομένων και των αγροτών, σε διάφορες περιόδους.
Το κείμενο αυτό
είχε γραφεί για το προηγούμενο φύλλο του Δρόμου της Αριστεράς όπου δεν
περιλήφθηκε λόγω του μεγάλου όγκου της ύλης του. Τελικά επιβεβαιώνεται η
επίκληση του ζητήματος της υπερφορολόγησης και η διεκδίκηση της λεγόμενης
«μεσαίας τάξης» όχι μόνο από τους δύο μεγάλους «μονομάχους» αλλά και από
μικρότερους διεκδικητές της ψήφου μας. Ήδη η απελθούσα πλέον κυβέρνηση, ψήφισε
την τελευταία ημέρα της κοινοβουλευτικής συνεδρίασης την ακύρωση του μέτρου της
μείωσης του αφορολογήτου από το 2020, σε μια θεαματική
«μονοκομματική» βουλή, μαζί με ένα όργιο βολέματος της κρατικοδίαιτης
νεοανελθούσας τάξης των παιδιών της, που εζήλωσαν τα «προνόμια» της πάλαι ποτέ
εν λόγω ευημερούσας τάξης, ελέω των χρημάτων των υπερφορολογουμένων. Τίποτε δεν
διασφαλίζει ότι το νομοθετημένο από την ίδια αυτό μέτρο δεν θα επανέλθει στη
συνέχεια, είτε από την απίθανη περίπτωση μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ +, είτε από
άλλη της Ν.Δ., η οποία είχε ήδη υπερθεματίσει της κατάργησης, φέρνοντας το
τελευταίο διάστημα δύο φορές τροπολογία, βέβαιη ίσως για την άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το εμπόριο της ελπίδας δίνει και παίρνει με πολλούς πλειοδότες, αφού το
επιβεβλημένο συνολικό πλαίσιο παραμένει αναλλοίωτο και η αναζήτηση σανίδας
σωτηρίας του εκλογικού σώματος είναι έωλη και αλυσιτελής.
ΜΙΚΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Θανάσης
Αθανασόπουλος – Καλόμαλος Η ελληνική κληρονομιά ανεξαρτησίας Μικροϊδιοκτητικός
τρόπος παραγωγής στην αρχαία Ελλάδα και μέχρι σήμερα (Στοχαστής, 2003)
Κώστας
Βεργόπουλος Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα (Εξάντας, 1975)
Βάλιας Αρανίτου, Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα την εποχή των μνημονίων. Μεταξύ κατάρρευσης
και ανθεκτικότητας (Θεμέλιο, 2018)
Νίκος
Ποταμιάνος Οι νοικοκυραίοι Μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880 -1925 (Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2016)
James
C. Scott – Εγκώμιο στους μικροαστούς (ResPublica, διαδικτυακό περιοδικό
20/05/2019 http://www.respublica.gr/2019/05/post/petty-bourgeoisie/)
Ανδρέα Κυράνη Η Ασυμβατότητα Μαστορικής και
μισθωτής εργασίας (Ενδογενής Παραγωγική Ανασυγκρότηση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου