Ο
Λευτέρης Βογιατζής έφυγε στα 68 του χρόνια
Πάλεψε
δυο χρόνια με τον καρκίνο. Εκανε όνειρα μέχρι την τελευταία στιγμή. Μας άφησε
τόσα θεατρικά θαύματα να θυμόμαστε για πάντα. Μα πάνω από όλα την ιερή μανία
του για την τέχνη του, είτε έπαιζε είτε σκηνοθετούσε
Της
Εφης Μαρίνου
Οσο κι
αν το περιμέναμε, είναι δύσκολο να το δεχτούμε. Οσο κι αν τον «αποχαιρετούσαμε»
-χωρίς να λέμε λέξη- από πέρσι το καλοκαίρι όταν υποκλινόταν χλωμός κι αδύνατος
στην ορχήστρα της Επιδαύρου μετά την έξοχη παράσταση του «Αμφιτρύωνα», την
τελευταία της ζωής του, ο θάνατος του Λευτέρη Βογιατζή είναι πένθος που θα
διαρκέσει πολύ. Eφυγε από τη ζωή προχθες το απόγευμα, λίγο μετά τις 6 η ώρα,
στο νοσοκομείο Υγεία, που νοσηλευόταν. Ηταν 68 χρονών. Πάλεψε δυο χρόνια με τον
καρκίνο.
Οταν τον
λέγαμε «μεγαλύτερο Ελληνα σκηνοθέτη» κανένας, μα κανένας, δεν τολμούσε να το
αμφισβητήσει. Η απώλειά του είναι τεράστια για το θέατρο, τους θεατρόφιλους, το
κοινό, τους δημοσιογράφους, όσους τον αγάπησαν προσωπικά και μέσα απ’ τη
δουλειά του. Σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του η σορός του θα μεταφερθεί
στο θεατράκι του, στην Οδο Κυκλάδων. Εκεί θα τον αποχαιρετήσουν όλοι όσοι πολύ
τον αγάπησαν.
Οι
παραστάσεις του άλλαξαν την πορεία του ελληνικού θεάτρου. Από την πρώτη κιόλας
στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων, την «Σπασμένη στάμνα» του Χάινριχ φον Κλάιστ
,αλλά και αργότερα όταν ανέβαζε αριστοτεχνικά Μολιέρο, Μπέρνχαρντ, Διαλεγμένο,
Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ, Σάρα Κέιν, Πίντερ, Κεχαΐδη, αρχαία τραγωδία. Και όταν
έπαιζε μ’ αυτό τον τόσο ξεχωριστό τρόπο. Ο Λευτέρης Βογιατζής ,που θαυμάσαμε
και αγαπήσαμε. Ιδιαίτερος, απαιτητικός, σχολαστικός αλλά και τρυφερός,
απρόσμενος, γενναιόδωρος. Κυρίως όμως αφοσιωμένος στο θέατρο.
Το
θεατράκι της Οδού Κυκλάδων γνώριζε κατά καιρούς κανονικές οικοδομικές εργασίες,
το έσκαβε κυριολεκτικά προκειμένου να υπηρετήσει αυτό το συγκεκριμένο που είχε
στο μυαλό του για κάθε παράσταση. Πολύμηνες πρόβες -δεν γίνεται αλλιώς έλεγε-,
με το νου του στραμμένο παντού: στη σκηνή, στους ηθοποιούς, στα τεχνικά
ζητήματα, στα προγράμματα.
Ανέδειξε
πολλούς νέους, ταλαντούχους ηθοποιούς οι οποίοι όσο κι αν «ταλαιπωρήθηκαν» από
την εμμονή του στις εξαντλητικές πρόβες, αυτόν δείχνουν πάντα ως μέντορά τους,
ως τον άνθρωπο που τους κατηύθυνε στο θέατρο.
Κάθε
συνέντευξη μαζί του ήταν ένα γεγονός. Ποτέ δεν είχε χρόνο -που να του
περισσέψει;-, πάντα το ραντεβού ήταν μετά τις 12 το βράδυ -«μα θα μπορέσεις
τέτοια ώρα;» η ρητορική ερώτηση- και πάντα του άρεσε να ξεκινάει την κουβέντα
με εξωκαλλιτεχνικά. Πώς είμαι, πώς είναι, το πόδι του, η γυμναστική, οι
εξετάσεις που πρέπει να κάνει, ο γάτος, το σπίτι που πρέπει να τακτοποιήσει,
αλλά πότε…
Ολοι τον
θυμόμαστε πάνω στο θρυλικό σαραβαλιασμένο μηχανάκι, κουκουλωμένο το χειμώνα με
σκούφο και κασκόλ. Την τελευταία φορά που επιβιβάστηκα σ’ αυτό για να με πάει
μέχρι το αυτοκίνητό μου -ήταν γύρω στις 3.30 το πρωί- ένιωσε τον τρόμο μου και
με καθησύχαζε: μη φοβάσαι.
Μου
έρχεται στο μυαλό το ταξίδι στην Πόλη για τα γυρίσματα της ταινίας του Νίκου
Παναγιωτόπουλου «Αθήνα-Κωνσταντινούπολη». Εκεί στη γέφυρα Κεμάλ Ατατούρκ, από
την οποία έπρεπε να πέσει στη θάλασσα, να στέκεται, να μελετά την πτώση, να μη
διστάζει. Και να ζητάει συνεχώς εξηγήσεις από το σκηνοθέτη «γιατί αυτό έτσι κι
όχι αλλιώς». Και στα διαλείμματα των γυρισμάτων κρατώντας μια ομπρέλα κάτω από
το ψιλόβροχο, με το κείμενο της «Ημερης» στο χέρι, να κάνει μόνος του πρόβα για
την παράσταση που τον περίμενε στην Αθήνα. Γιατί πάντα τον περίμενε μια
παράσταση.
Διαβάστε
την συντέντευξη του (8 Απριλίου 2013) που παραχωρήθηκε στην “Εφημερίδα των
Συντακτών” και την Βένα Γεωργακοπούλου «Μπαίνουμε
σε εποχή νέας αγραμματοσύνης»
Ο
κορυφαίος Ελληνας σκηνοθέτης δεν κρύβει την απογοήτευσή του για την κατάσταση
τόσο στο θέατρο όσο και στην πολιτική ζωή. Και ρίχνεται σε μια νέα μεγάλη
περιπέτεια. Ετοιμάζει για το καλοκαίρι «Οιδίποδα Τύραννο» μόνο με νέους
ηθοποιούς
Tης
Βένας Γεωργακοπούλου
Το
καλοκαίρι αποθεώθηκε στην Επίδαυρο για τον Μολιέρο του. Θα ‘λεγε κανείς ότι ο
Λευτέρης Βογιατζής θα χαλάρωνε λίγο, θα ηρεμούσε. Κι όμως, την ίδια ώρα που
συνεχίζει να δίνει τη μάχη με την αρρώστια του, που δεν την κρύβει,
ξαναρίχνεται στη θεατρική μάχη. Σε μια πιο δύσκολη συνθήκη.
Σε λίγες
μέρες θα επαναλάβει στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων το «Θερμοκήπιο» του Πίντερ,
μια υποδειγματική, συναρπαστική παράσταση ενός οργισμένου, πολιτικού έργου του
Πίντερ. Πρωταγωνιστεί ο ίδιος, σχεδόν όλη την ώρα πάνω στη σκηνή. Εκτός από τον
Δημήτρη Ημελλο, η υπόλοιπη διανομή είναι καινούργια και σπουδαία: Μαρία Σκουλά,
Χάρης Φραγκούλης, Αργύρης Πανταζάρας, Γιάννης Κότσυφας, Γιώργος Γάλλος.
-
Γιατί επιμένετε στο «Θερμοκήπιο»; Δεν έκλεισε ο κύκλος του;
«Οχι,
μόνο ενάμιση μήνα έχει παιχτεί. Και, επιπλέον, για μένα δεν έκλεισε ο κύκλος
Πίντερ. Ελπίζω να με έχει ο Θεός καλά, να κάνω κάνα δυο ακόμα έργα του. Το τόσο
δύσκολο “No Man’s Land”. Την “Επέτειό μας”, που ανέβασε ο Αντυπας, ένα έργο
ποιητικό και σκληρό, με ήρωες συμβούλους κράτους και τραπεζίτες -σαν να
βλέπουμε αυτά που γίνονται σήμερα στον κόσμο. Ακόμα
και το “Πάρτυ Γενεθλίων”, όχι επειδή είναι το πρώτο του, αλλά επειδή είναι
αριστούργημα, με όλη την τρελή δύναμη ενός μυαλού που τα βάζει με κάτι που
ακόμα δεν το έχει κατακτήσει. Ο ήρωας στο “Πάρτυ”, αυτός που καταδιώκουν και παίρνουν
στο τέλος σηκωτό, νιώθω ότι καταλήγει στο ίδρυμα του “Θερμοκηπίου”. Στα πρώτα
έργα του Πίντερ (στον “Επιστάτη”, για παράδειγμα) πάντα υπάρχει ένας τύπος που
έχει ισοπεδωθεί, κλειστεί σε ψυχιατρείο. Το βλέπω σαν μια γραμμή τεχνικής, που
άρχισε να εξελίσσει ο συγγραφέας για να αποδώσει τη βαθύτερη σκέψη του».
-
Δηλαδή δουλέψατε το «Θερμοκήπιο» με όλο τον Πίντερ στο μυαλό σας;
«Πάντα
το κάνω, όποιον συγγραφέα και να ανεβάζω. Βρίσκω συνδέσεις, επαφές του
συγκεκριμένου έργου με τα άλλα του. Γιατί έχουν το ίδιο αίμα. Το κάνω, όμως,
ασυνείδητα κι όταν χρειάζεται. Τίποτα δεν κάνω πια συνειδητά. Ακόμα και το πολύ
διάβασμα το ‘χω κόψει. Ξεκινάω από το έργο. Δηλαδή δεν είμαι ένας… λόγιος
σκηνοθέτης».
-
Διαλέγετε, πάντως, τα πιο δύσκολα, βαριά έργα του Πίντερ, και όχι κάποια, ίσως,
πιο… ανθρώπινα, όπως την «Προδοσία» ή τους «Παλιούς καιρούς».
“Το
“Θερμοκήπιο” έχει και μια πιο ελαφριά πλευρά, μέσα από το στοιχείο της φάρσας.
Αλλά, τι θα πει δύσκολος συγγραφέας; Ο Πίντερ είναι συγγραφέας που εκπέμπει,
δεν εξηγεί. Και για να εκπέμψει στους θεατές, πρέπει ο διάμεσος, ο σκηνοθέτης
και ηθοποιοί, δηλαδή, να είναι κενοί και διαθέσιμοι, και όχι έτοιμοι να
υπονοήσουν αυτά που λέει το κείμενο, έτσι, δηλαδή, όπως τον ανεβάζουν στην
Ελλάδα».
-
Δεν κινδυνεύει ο Πίντερ να γίνει κάποτε μουσειακός, όπως τόσοι και τόσοι
πρωτοπόροι στην εποχή τους;
«Δεν
γίνεται να μην μείνει ο Πίντερ. Είναι τόσο αριστουργηματικά… γρίφος, που οι
σκηνοθέτες πάντα θα τρώγονται με τα έργα του».
-
Οσοι έρθουν στο «Θερμοκήπιο» δεύτερη φορά θα δουν νέα πράγματα;
“«Οχι
φανερά. Αλλά βρήκαμε πολλά νήματα και γεφύρια, για να το καταλάβουμε ακόμα
καλύτερα. Οι νέοι ηθοποιοί φέρνουν στην παράσταση νέα πράγματα. Τον εαυτό τους,
κατ’ αρχάς. Ηταν τόσο δεκτικοί, η συνεργασία που είχα μαζί τους ήταν
εξαιρετική. Και θέλω να τους ευχαριστήσω πάρα πολύ και δημόσια. Δεν το έχω
ξανακάνει αυτό. Αλλά τώρα που είμαι άρρωστος, όλο αυτό μού δίνει μια
παρηγοριά».
-
Κι εσείς, όμως, κάνετε μια από τις σημαντικότερες ερμηνείες σας στο θέατρο.
«Ναι,
συνήθως είμαι τόσο δοσμένος στους ηθοποιούς, που δεν ασχολούμαι με τον εαυτό
μου. Ισως στο «Θερμοκήπιο» να το βαρέθηκα αυτό. Χωρίς, όμως, και να εγκαταλείπω
τη μανία μου με τους ηθοποιούς. Γι’ αυτό και αρρωσταίνω».
-
Εχω την αίσθηση ότι ξέρετε πολύ καλά τους Ελληνες ηθοποιούς και τις δυνατότητές
τους.
«Ναι,
ξέρω τόσο πολλά που δεν θα ‘πρεπε να τα ξέρω. Γιατί δεν είναι ευχάριστα. Αλλά
τώρα, που έψαχνα ηθοποιούς για την επόμενη παράστασή μου, είδα και κάποια
ευχάριστα πράγματα. Νέα παιδιά, που ανταποκρίνονται πολύ βαθιά, ακόμα και
σιωπηλά. Ο τρόπος που κάνω πια την εξέταση είναι διαφορετικός, με ενδιαφέρει
κυρίως να καταλάβω ότι ο άνθρωπος που έχω απέναντί μου έχει μια ικανότητα να
σκέφτεται. Αφού του ζητάω κάτι συγκεκριμένο, να πηγαίνει ο νους του σε
πράγματα, στο πώς μπορεί να το πλησιάσει. Είδα ηθοποιούς με ταλέντο που δεν
μπορούν να συνεννοηθούν, έλεγα “κόκκινο” και λέγανε “μαύρο”. Κι όμως είναι
ταλαντούχοι, αλλά τόσο προσκολλημένοι στη συνήθεια, μέσα από τις σχολές και τις
εικόνες παλαιότερων. Με στενοχωρεί αυτό».
- Κι όμως, όλοι λέμε ότι το θέατρό μας είναι σε πολύ
καλή κατάσταση.
«Σε
χείριστη, είναι. Οπως λέει ένας φίλος μου: “Μπαίνουμε σε μια εποχή νέας
αγραμματοσύνης”».
-
Δεν διακρίνετε πρόσωπα και ομάδες που σας ενδιαφέρουν;
«Φυσικά.
Είδα την τελευταία βερσιόν του Σίμου Κακάλα πάνω στην “Ερωφίλη” και θαύμασα τη
μανία αυτού του παιδιού να ασχολείται με το ίδιο έργο. Η δουλειά του είναι
βάθεμα, δηλαδή δεν είναι οριζόντια, είναι κάθετη. Δεν είναι προσθετική, είναι
αφαιρετική. Διακρίνω στον Κακάλα την καλύτερη μορφή νέου καλλιτέχνη. Θαυμάζω
πολύ και την Κατερίνα Ευαγγελάτου, γι’ αυτό και της παραχώρησα το θέατρό μου,
ακριβώς πάνω στην επέτειο των 30 χρόνων του».
Είστε έτοιμος να ριχτείτε σε μια νέα
σκηνοθετική περιπέτεια το καλοκαίρι, και μάλιστα με «Οιδίποδα Τύραννο». Δεν
λέτε να χαλαρώσετε λίγο.
«Δεν
γίνεται. Η σκηνοθεσία δεν είναι τίποτα άλλο από την εξάπλωση μέσα στη φαντασία
σου ενός καινούργιου έργου. Σε αρπάζει, σε διεκδικεί. Παρόλο που δεν έχω
αρχίσει ακόμα να το δουλεύω, βλέπω στον ύπνο μου ή σε κάποιες στιγμές που είμαι
ήρεμος, εικόνες του, που γίνονται πιο σημαντικές από τη ζωή».
-Διαλέξατε
κι ένα έργο που είναι συνώνυμο της τραγωδίας. Ακόμα και σε μια μέτρια παράσταση
είναι ικανό από μόνο του να σε αποζημιώσει.
«Λυπάμαι
γι’ αυτό που λέτε. Εγώ, αντίθετα, πιστεύω ότι η παράσταση είναι αυτή που έχει
σημασία, αυτή παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο. Εγώ ως θεατής ποτέ δεν κρατιέμαι
από το έργο, όταν ακούω και βλέπω φάλτσα στην παράσταση, πάει το έργο. Ούτε να
το ακούσω δεν μπορώ. Οι θεατές πέφτουν στην παγίδα του έργου ή των μεγάλων
λόγων, που γράφετε από πριν οι δημοσιογράφοι. Είναι θύματα της συνήθειας. Εγώ
προσπαθώ να σπάσω τις συνήθειές μου και θέλω αυτή να είναι και η καλλιτεχνική
μου σχέση με τους άλλους. Τώρα, κατά πόσον όλο αυτό βγήκε εναντίον μου τόσα
χρόνια τώρα, και αρρώστησα, δεν ξέρω…»
Κάτι για τον «Οιδίποδα» μπορείτε να μας πείτε
από τώρα;
«Θα
παίζουν μόνο νέοι σε ηλικία ηθοποιοί. Το πολύ μέχρι τριάντα χρόνων, ανάμεσά
τους και μερικοί που βγήκαν μόλις πέρυσι από τη σχολή. Ενιωθα μια ανορεξία να
δουλέψω με μεγαλύτερους. Οχι ότι και τα νεότερα παιδιά δεν έχουν εγωισμό ή δεν
έχουν αρχίσει να μπαίνουν σε καλούπια. Οταν, όμως, κάτι τους αρέσει και τους
είναι πρωτόγνωρο, το ακούνε με ανοιχτή διάθεση. Οι μεγαλύτεροι δεν μπορούν να
τα βάλουν εύκολα με τον εγωισμό τους».
-
Είμαστε στη φάση αναζήτησης διαδόχου του Γιάννη Χουβαρδά στο «Εθνικό». Αλήθεια,
γιατί ποτέ δεν σας σκεφτήκαμε κι εσάς γι’ αυτή τη θέση; Δεν θα σας ταίριαζε,
λέτε;
«Οποια
δουλειά κι αν έκανα στη ζωή μου, και τραπεζικός ακόμα, θα την έκανα καλά. Αρκεί
να ήμουνα μόνο αυτό. Στο “Εθνικό” είναι αλήθεια ότι έχω δώσει την εντύπωση ότι
δεν θα πήγαινα. Αλλά δεν θα μου έκαναν ποτέ και πρόταση, γιατί δεν ανήκω
πουθενά, δεν έχω κάποιο κόμμα να με στηρίξει. Το μόνο σωστό πράγμα που έγινε
στο Εθνικό, και μάλιστα από τη Νέα Δημοκρατία, ήταν η επιλογή του Χουβαρδά,
ενός ανθρώπου επίσης έξω από κόμματα και κυκλώματα. Εξαιρετική επιλογή. Εγώ,
θεωρητικά μιλώντας, θα πήγαινα στο “Εθνικό” με την προϋπόθεση ότι δεν θα έκανα
καθόλου καλλιτεχνικό έργο. Θα ήμουνα όλη την ώρα στους χώρους εργασίας
προσπαθώντας να βρω λύσεις για κάθε πρόβλημα».
-
Σας ανησυχεί η πορεία του «Εθνικού» μετά τον Χουβαρδά;
«Επειδή
βλέπω το χαμηλό επίπεδο στην Ελλάδα, φοβάμαι ότι σιγά σιγά θα αρχίσει να
κατανικάει τα πάντα. Το δείχνει και η ιστορία με τον Λούκο. Εδιωξε ανθρώπους
που λυμαίνονταν το Φεστιβάλ και, αντί για “ευχαριστώ”, του κάνουν έλεγχο».
-Και
κάτι πολιτικό. Ελπίζετε ότι θα την βγάλουμε πέρα την κρίση;
«Αυτό
που ξέρω και καταλαβαίνω βαθιά, είναι ότι ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε πάντα
το ίδιο. Πώς θα προέλθουν οι απαραίτητες αλλαγές από τους ανθρώπους που μας
οδήγησαν στην καταστροφή;»
v.georgakopoulou@efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου