Γιάννης Δουλφής 06/05/2019
Οι ανθρώπινες κοινωνίες κινήθηκαν μέχρι
σήμερα σε ένα εκκρεμές μεταξύ συμμβιωτικότητας και ανταγωνισμού μεταξύ των
ανθρώπων για την συντήρηση και επιβίωσή τους.
Από τις κοινωνίες «χωρίς κράτος» των
τροφοσυλλεκτών και κυνηγών μέχρι τη στροφή στην καλλιέργεια της γης και τις
αγροτικές κοινωνίες επικρατούσε η συμβιωτικότητα έναντι του ανταγωνισμού των
ατόμων και των κοινωνικών ομάδων.
Στη μεσογειακή λεκάνη – για να
αναφερθούμε, κυρίως στο παράδειγμα της Δύσης – αναδύθηκαν αυτοκρατορίες με
κυρίαρχες κάστες, που εγκατέστησαν φοροκρατικά συστήματα για την αναπαραγωγή
τους, επιβάλλοντας ένα πλεόνασμα του κοινωνικού προϊόντος που αποσπάται από
τους πληθυσμούς και τις ανάγκες της επιβίωσής τους, μοναδική σχεδόν υλική τους
μέριμνα μέχρι τότε. Μέριμνα που τη συνδύαζαν με ένα πολιτισμό, με γιορτές,
μύθους και απαγορεύσεις κυριαρχίας εντός τους. Δεν κατέστη εν τούτοις δυνατό να
εμποδίσουν την εμφάνιση ατόμων και ομάδων που θα διαχωρισθούν και θα επιβάλουν
την κυριαρχία τους.
Τη διάλυση αυτών των αυτοκρατοριών
διευκόλυνε η επέλαση των βάρβαρων κατακτητικών φύλων που επέδρασαν κατά κύματα
και κυριάρχησαν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, για να συνεχίσουν την επέκταση σε
όλο τον κόσμο μέσα από ένα αποικισμό και την γενοκτονία των αυτοχθόνων
πληθυσμών των απομακρυσμένων μέχρι τότε περιοχών του.
Από τις ρωμαϊκές λεγεώνες στις ορδές του
Αλάριχου, οι πατρίκιοι και οι φεουδάρχες άρχοντες που τους υποκατέστησαν
κράτησαν υποταγμένους τους αγροτικούς πληθυσμούς, με τη συνέχιση του
φοροκρατικού συστήματος που κατακερματίστηκε στα φέουδα για να συντηρήσει τους
ίδιους πλουσιοπάροχα, τις αυλές, τους πολέμαρχους ιππότες και τους πολεμιστές
στρατιώτες που τα υπεράσπιζαν. Οι νέες πόλεις στα σπλάχνα του αγροτικού κόσμου,
με την ανάδυση μιας σειράς δραστηριοτήτων παραγωγής και εμπορίου ενισχύθηκαν
από τις ανάγκες της κοινωνικής αυτής ομάδας των πολεμιστών. Κι έτσι είδαμε την
ανάδυση του τεχνίτη, του μάστορα, της μεταποιητικής δραστηριότητας και του
εμπόρου, η δράση του οποίου έγινε σταδιακά κεντρική και με την αποικιοποίηση
του κόσμου, όπου η μορφή του πρωτοστάτησε και το με υπερπόντιο μεγάλης κλίμακας
εμπόριο συσσώρευσε μεγάλο χρηματικό πλούτο.
Η πρωταρχική συσσώρευση, που είχε τη μια
διάστασή της στην αξιοποίηση του χρηματικού αυτού πλούτου, είχε την ανάγκη του
ξεριζωμού των αγροτικών πληθυσμών, που θα αποτελούσαν την πρώτη ύλη για την
ανάπτυξη μιας μεγάλης βιομηχανίας με τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων της
μικρής βιοτεχνίας υπό την αιγίδα των κατόχων του χρήματος και την μίσθωση της
εργασιακής ικανότητας των ξεριζωμένων, στερημένων μέσων επιβίωσης αγροτικών
στρωμάτων.
Έτσι η μορφή του εμπόρου έδωσε την
πρωτοκαθεδρία στη μορφή του βιομήχανου – του καπιταλιστή, του αστού – ενώ οι
ενοποιητικές τάσεις που είχαν ανάγκη οι αγορές οδήγησε στο συγκεντρωτικό,
απολυταρχικό κράτος και στη μορφή του βασιλιά ή του νέου αυτοκράτορα.
Το νέο διανοητικό τοπίο που άνοιξε ο
ευρωπαϊκός διαφωτισμός προετοίμασε και εξέφρασε συνάμα τη νέα θέαση του κόσμου
για την κυριάρχησή του από τον «παντοδύναμο άνθρωπο» με την εργαλειακή και
ωφελιμιστική του ορθολογικότητα. Ο «παντοδύναμος άνθρωπος» μετά την ανακήρυξη
«του θανάτου του θεού» και την αποϊεροποίηση της φύσης αποδόθηκε αδέσμευτος, ως
homo sapiens με την επιστήμη, ως homo faber με την τεχνική και ως homo
oeconomicus με το εμπόρευμα στην αέναη πρόοδο, διαχωρίζοντας ρόλους και
επιβάλλοντας το νέο πνεύμα στα συγκεκριμένα ανθρώπινα σώματα, χωρίς μέτρο και
χωρίς φραγμούς. Η αμετροέπεια και η αλαζονεία διαμόρφωσε την επίγεια εξουσία
του, ενσαρκωμένη στο κράτος. Ο Descartes με τον λογοκεντρισμό, ο Hume και ο
Locke με τον ατομοκεντρικό φιλελευθερισμό, ο Kant της άψυχης
ορθοπρακτικής κριτικής, ο Adam Smith με την ελευθερία της αγοράς και το αόρατο
χέρι της κοινωνικής της αρμονίας, ο Bentham με τον ωφελιμιστικό ευδαιμονισμό
του και ο Hegel που έγραψε το τέλος της ιστορίας με την επικράτηση της
ιδεοκρατικής διαλεκτικής στο δεσποτικό κράτος, έβαλαν τη σφραγίδα του πνεύματος
της νέας εποχής, συνθέτοντας τον καμβά του ορθολογικού εγωκεντρικού ατόμου και
του κοινωνικού του συμβολαίου με το κράτος. Η αυτοπεποίθηση του λόγου με την
εξορία του ουράνιου θεού ή των «θεϊκών» φυσικών δυνάμεων, αποτέλεσε το ενοποιητικό
στοιχείο της ρήξης του αστερισμού των διανοητών του, με την παρελθούσα σκέψη
και το προηγούμενο κοινωνικό φαντασιακό. Με την αυτοπεποίθηση του λόγου
προσπάθησαν να εξορίσουν το τραγικό στοιχείο από την ανθρώπινη ύπαρξη, που
επανέφερε στην επιφάνεια και πάλι ο Shakespeare, η νέα ενσάρκωση της αρχαίας
τραγωδίας.
Από το χομπσιανό ισχυρό Λεβιάθαν που
επιβάλλει την ειρήνευση, τιθασεύοντας την ανταγωνιστική ανθρώπινη ύπαρξη του
πολέμου όλων εναντίον όλων μέχρι το ρουσσωϊκό της αντίποδα της γενικής βούλησης
μέσα από μια αντιπροσώπευση αυστηρών περιοριστικών κανόνων, το κράτος και ο
νόμος του αποτέλεσαν ως συνέχεια της ρωμαϊκής res publica, το «φιλελεύθερο»
πλαίσιο της κυριαρχίας μιας ολιγαρχίας. Ουδεμία σχέση με την αρχαία Αθηναϊκή
δημοκρατία – που σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή στα πλαίσια του αρχαίου κόσμου
έγινε δυνατή η ανάδυση της, ως εξαιρετικό, διαφορετικό παράδειγμα σύμπραξης και
συνύπαρξης μέσω του θεσμίζοντος σώματος των πολιτών – πέραν του ονόματος.